-
1 ήδη
[иди] εχΐρ. уже.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ήδη
-
2 уже
уже ήδη, πια, κιόλας* \уже двенадцать часов είναι πια δώδεκα η ώρα; \уже наступила жара πιάσανε κιόλας οι ζέστες; \уже поздно είναι ήδη αργά* * *ήδη, πια, κιόλαςуже́ двена́дцать часо́в — είναι πια δώδεκα η ώρα
уже́ наступи́ла жара́ — πιάσανε κιόλας οι ζέστες
уже́ по́здно — είναι ήδη αργά
-
3 уже
уже I1. нареч ήδη, πιά, κιόλας:он \уже уехал ήδη ἀνεχώρησε, ἔφυγε κιόλας· он \уже не маленький δέν εἶναι πιά μικρός· вот \уже... ἐδώ καί...· вот \уже пять лет прошло́ с тех пор, как... πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια ἀπό τότε·2. частица καί μόνον, μοναχά:\уже по лицу́ ее он понял, что случилось неладное ἀπό τήν ὅψη της μόνον κατάλαβε πώς συνέβη κάτι κακό.у́же IIсравнит, ст. от узкий и у́зко. -
4 уже
уже 1συγκρ. βαθμός του επ. узкий και του επίρ. узко.уже 21. επίρ. πιά, ήδη, τώρα πιά, κιόλας•он уже не ребёнок τώρα πιά αυτός δεν είναι παιδάκι•
фрукты уже созрели, τα φρούτα πια ωρίμασαν•
уже три года, как он.умер πάνε πιά τρία χρόνια, που αυτός πέθανε.
2. μόριο επιτακτικό• πια, ήδη, πλέον•он уже не вернтся αυτός δε θαγυρίσει πιά•
это уже не шутка αυτό πια δεν είναι αστείο.
-
5 прируб
стр. η πρόσθετη οικοδομή (ενωμένη με την ήδη υπάρχουσα οικοδομή), το εποικοδόμημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прируб
-
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 видеться
ви́де||ться1. βλέπομαι, συναντιέμαι:мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·2. (представляться) βλέπω:ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·3. безл (во сне):мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι... -
8 казаться
казатьсянесов1. (иметь вид) φαίνομαι:\казаться старше своих лет φαίνομαι πιό μεγάλος ἀπό τά χρόνια μου·2. без л.:кажется, что... μοῦ φαίνεται ὀτι...· кажется, я уже опоздал μοῦ φαίνεται πώς ἔχω ήδη ἀργήσει·3. вводн. сл. φαίνεται:вот-вот, кажется, польет дождь φαίνεται, πώς ὅπου ναναι θά βρέξει· казалось бы... θἄλεγε κανείς.. -
9 складываться
складыва||ться1. (устраивать складчину) разг βάζουμε ρεφενέ·2. (устанавливаться) δημιουργούμαι:обстоятельства \складыватьсяются для него́ благоприятно οἱ περιστάσεις γίνονται γι ' αὐτόν εὐνοϊκές· у меня \складыватьсяется убеждение, что... ἀρχίζω νά πείθομαι ὅτι...· у нее уже \складыватьсяется характер ήδη διαμορφώνεται ὁ χαρακτήρας της. -
10 тяиуться
тяи||у́ться1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):\тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός. -
11 уже
[ουζέ] επίρ. ήδη -
12 уже
[ουζέ] επίρ ήδη -
13 ещё
επίρ.1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•
ещё раз ακόμα μι,α φορά•
она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•
ещё скажите ему ακόμα πέστε του•
ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•
нет ещё όχι ακόμα.
2. μέχρι τώρα, ως τώρα•она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•
он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•
я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.
3. πια, ήδη•дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.
4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.
εκφρ.ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα. -
14 мы
(нас, нам, нас, нами, о нас) προσωπική αντωνυμία.1. πλθ. (ενκ. я) εμείς•мы победим εμείς θα νικήσομε.
|| σημαίνει, ομάδα ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου και του ομιλούντος•нас было трое εμείς ήμασταν τρεις•
мы с тобой εμείς οι δυο, εγώ και σΰ.
2. χρησιμοποιείτε αντί του «Я» (ενκ.)• как мы уже говорили выше όπως ήδη εμείς είπαμε παραπάνω (αντί: εγώ είπα)•мы себя покажем θα δείζομε ποιοι είμαστε (αντί: θα δείξω).
|| εξ ονόματος του μονάρχη: εμείς (αντί του εγώ). || χρησιμοποιείται αντί: «ты», «вы»; как мы себя чувствуем? πως αισθανόμαστε; (αντί: πως αισθάνεστε;).
См. также в других словарях:
ἤδη — already indeclform (adverb) ἤ̱δη , ἦδος delight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἤ̱δη , ἦδος delight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
ήδη — επίρρ. χρον. 1. κιόλας, πια: Είχε ήδη αναχωρήσει το τρένο όταν έφτασαν στο σταθμό. 2. τώρα πια, πλέον: Ήδη είναι αργά για να μάθεις γράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδῆ — ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥδῃ — ἥδομαι swad pres subj mp 2nd sg ἥδομαι swad pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔδη — οἶδα see plup ind act 1st sg οἶδα see plup ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καί γάρ τό είϑισμένού ὥσπερ πεφυκός ἥδη γίγνεται. — См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek