-
1 έφεση
[эфэси] ουσ. θ. (νομ.) аппеляцияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έφεση
-
2 обжалование
юр. η έφεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обжалование
-
3 обжалование
обжалованиес юр. ἡ ἐφεση [-ις], ἡ ἔνσταση [-ις]:\обжалование приговора ἡ Εφεση τής ἀπόφασης. -
4 жалоба
-ы θ.1. παράπονο•горькая жалоба πικρό παράπονο•
слезливая жалоба κλαψοπαράπονο•
бюро жалоб; книга жалоб βιβλίο παραπόνων.
2. μήνυση, καταγγελία•он завладел моим имением; вот в чем состоит моя жалоба μου πήρε την περιουσία• γι αυτό τον καταγγέλλω.
|| αίτηση, έφεση•кассационная жалоба έφεση αναίρεσης.
-
5 кассация
-и θ.1. έφεση, προσφυγή στο εφετεία,2. αίτηση αναίρεσης•подать -ю υποβάλλω έφεση.
3. ακύρωση•кассация выборов προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο για ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων.
-
6 апеллировать
εφεσιβάλλω, υποβάλλω/κάνω/ασκώ έφεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > апеллировать
-
7 апелляция
юр. η έφεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > апелляция
-
8 жалоба
юр. (официальное заявление) η μήνυση, η καταγγελία* кассационная - η έφεση αναίρεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жалоба
-
9 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
-
10 кассация
1. юр. η έφεση, η αναίρεσηподавать - ю κάνω/υποβάλλω -, εφεσιβάλλω2. (выборов) η ακύρωση (των εκλογών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кассация
-
11 апелляционный
апелл||яцио́нныйприл ἐφέσιμος:\апелляционныйяцио́нная жалоба ἡ ἐφεση [-ις]; \апелляционныйяцио́нный суд τό ἐφετείο[ν]. -
12 апелляция
апелл||яцияж ἡ εφεση [-ις]:подать \апелляцияяцию ἐκκαλῶ, ἐφεσιβάλλω. -
13 обжалованиеть
обжалование||тьсов юр. κά(μ)νω ἐφεση. -
14 опротестовать
опротестоватьсое., опротестовывать несов юр. κά(μ)νω ἔνστασι[ν], κά(μ)νω ἔφεση, ἐφεσιβάλλω· ◊ \опротестовать вексель διαμαρτυρώ τό συνάλλαγμα -
15 апелляция
[απιλλγίατσιγια] ουσ. θ. έφεση -
16 апелляция
[απιλλγίατσιγια] ουσ θ έφεση -
17 апеллировать
-рут, -руешь, ρ.δ. и.σ.1. υποβάλλω, κάνω έφεση2. απευθύνομαι, επικαλούμαι. -
18 апелляция
-
19 безапелляционный
επ., βρ: онен, -онна, -онно1. τελεσίδικος, ανέκκλητος•-ое решение τελεσίδικη απόφαση, (που δεν επιδέχεται έφεση).
2. αμετάκλητος, κατηγορηματικός. -
20 кассатор
-а α.αυτός που κάνει έφεση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έφεση — η 1. ένδικο μέσο προσβολής απόφασης κατώτερου δικαστηρίου σε ανώτερο: Η έφεση συνήθως αναστέλλει την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας απόφασης. 2. ζωηρή κλίση, τάση, όρεξη, επιθυμία: Έχει έφεση για σπουδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… … Dictionary of Greek
εφετικός — ή, ό (ΑΜ ἐφετικός, ή, όν) [εφίημι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός 2. φρ. «εφετικά ρήματα» ρήματα τής αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε σείω, άω, ιάω νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… … Dictionary of Greek
ανέφετος — ον αυτός που δεν επιδέχεται έφεση, τελεσίδικος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
ανεφεσία — η (για δικαστική απόφαση) η έλλειψη δυνατότητας για έφεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… … Dictionary of Greek
Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now … Wikipedia
Apostolides v Orams — European Court of Justice Submitted 13 September, 2007 Decided 28 April, 2009 Full case name … Wikipedia