-
1 более
1. βλ. больше.2. πιο, περισσότερο•-спокойный πιο -ήσυχος•
более смелый πιο τολμηρός.
εκφρ.более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•тем более – ακόμα περισσότερο•более чем – περισσότερο απ’ ότι.
См. также в других словарях:
σπουδαιέστατα — σπουδαῑέστατα , σπουδαῖος in haste adverbial superl σπουδαῑέστατα , σπουδαῖος in haste neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)