-
1 ένταλμα
[эндалма] ουσ. о. приказ, ордер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένταλμα
-
2 ордер
-а α.1. (πλθ. ордера) ένταλμα•на арест ένταλμα σύλληψης•
расходный кассовый ордер ένταλμα πληρωμής εξόδων.
2. (αρχτ.) ρυθμός•классические греческие -а οι κλασικοί ελληνικοί ρυθμοί•
дорический ордер δωρικός ρυθμός•
коринфский ордер κορινθιακός ρυθμός•
ионический ордер ιωνικός ρυθμός.
-
3 ордер
-
4 ордер
ордерм1. офиц., фин. ἡ διατακτική / τό Ενταλμα (на арест):кассовый \ордер τό ἔνταλμα πληρωμής·2. архит. см. орден 3. -
5 лист
1. (материала) το έλασμα, το φύλλο (του υλικού)- αμιάντουкрайний междудонный - мор. ακραίο - διπυθμένουоцинкованный - γαλβάνιζε (ξεν.)соединительный - стр. συνδετικό -сплошной - стр. συνεχές -2. (единица измерения печатной продукции) το φύλλ/ο, το χαρτί, η κόλλαбумажный - χαρτιού, η κόλλαволнистый - см. гофрированный3. (у растений) το φύλλοалександрийский - бот. см сенна виноградный - το αμπελόφυλλοчайный - του τσαγιού/τειου 4 (исполнительный) юр. το ένταλμα (εκτέλεσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лист
-
6 наряд
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наряд
-
7 ордер
1. арх. о ρυθμός, η τεχνοτροπίαтосканский - Το-σκανικός/Τυρρηνικός -2. (письменное предписание, распоряжение, документ на выдачу или получение чего-л.) το ένταλμα, η εντολήпогрузочный мор. - το αντίγραφο της φορτωτικήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ордер
-
8 исполнительный
исполни́тел||ьныйприл1. (о власти) ἐκτελεστικός; \исполнительныйьный комитет см. исполком· \исполнительныйьная власть ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία· \исполнительныйьные органы τά ἐκτελεστικά ὀργανα·2. (старательный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος:\исполнительныйьный работник ὁ πρόθυμος ἐργάτης· ◊ \исполнительныйьный лист юр. τό ἐνταλμα, τό ἐνταλτήριο[ν]. -
9 наряд
наряд Iм (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐνδυμασία, ὁ στολισμός, τό ντύσιμο.наряд IIм1. (распоряжение) ἡ διαταγή / τό Ενταλμα, ἡ ἐντολή (документ)·2. воен. ἡ ἀγγαρεία, ἡ ὑπηρεσία / τό ἀπόσπασμα (группа людей). -
10 привод
приводм1. юр. τό ἐνταλμα βιαίας προσαγωγής·2. тех. (передача) συσκευή μετάδοσης, μεταβιβάσεως:ременный \привод ἡ ἰμαντοκίνητος συσκευή· цепной \привод ἡ μετάδοση κίνησης με ἀλυσίδα· ко́нный \привод τό μαγγάνι. -
11 бона
-и1. ένταλμα χρηματικό, γραμμάτιο σε διαταγή πληρωμής η παραλαβής.2. συνάλλαγμα, ομόλογο. -
12 исполнительный
επ., βρ: -лен, -льна, -но1. εκτελεστικός•-ая власть εκτελεστική εξουσία•
-ые органы εκτελεστικά όργανα.
2. ενεργητικός, δραστήριος• πρόθυμος.εκφρ.- лист – γραπτό ένταλμα: -ая команда παράγγελμα εκτέλεσης. -
13 привод
привод 1-а α.1. προσαγωγή•привод подсудимых προσαγωγή των κατηγορούμενων.
2. δικαστικό ένταλμα βιαίας προσαγωγής. || σύλληψη• κλείσιμο στο κρατητήριο.привод 2-а α.(τεχ.) μηχανισμός εκκίνησης•электрический привод ηλεκτρικός μηχανισμός εκκίνησης•
ручной привод χειροκίνητη συσκευή εκκίνησης•
ремнный привод κίνηση με λωρί•
зубчатый привод οδοντωτική κίνηση•
цепной привод αλυσιδωτή κίνηση (με αλυσίδα)•
конный привод το μάγγανο.
-
14 уплатный
επ.για πληρωμή•уплатный ордер ένταλμα πληρωμής.
См. также в других словарях:
ἔνταλμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
ένταλμα — το, ατος 1. εντολή, διαταγή, παραγγελία. 2. έγγραφο με το οποίο μια αρχή διατάζει την εκτέλεση ορισμένης εντολής: Ένταλμα πληρωμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένταλμα σύλληψης — Τμήμα των εγγυήσεων υπέρ της προσωπικής ασφαλείας, σύμφωνα με το οποίο, εκτός από τις περιπτώσεις του αυτόφωρου αδικήματος, για τη σύλληψη ενός προσώπου απαιτείται η επέμβαση της δικαστικής αρχής. Βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή έ.σ. που εκδίδει … Dictionary of Greek
ἐνταλμάτων — ἔνταλμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασι — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασιν — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματα — ἔνταλμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματι — ἔνταλμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματος — ἔνταλμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek