Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ένστικτο

См. также в других словарях:

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ένστικτο — το έμφυτη εσωτερική παρόρμηση στους ανθρώπους και τα ζώα, που οδηγεί χωρίς τη συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης σε ενέργειες οι οποίες εξυπηρετούν τη συντήρηση στη ζωή και την αναπαραγωγή του είδους, το ορμέμφυτο, το ψυχόρμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ένστιγμα — το ένστικτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο. Η λ. ένστιγμα μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… …   Dictionary of Greek

  • ενστικτώδης — ες [ένστικτο] 1. αυτός που προέρχεται από ένστικτο («ενστικτώδης κίνηση») 2. αυτός που αποβλέπει μόνο στην ικανοποίηση τών ενστίκτων, πρωτόγονος, ζωώδης …   Dictionary of Greek

  • ετεροφυλοφιλία — η η γενετήσια επιθυμία, το γενετήσιο ένστικτο, το ένστικτο τής αμοιβαίας έλξης μεταξύ τών δύο φύλων για σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροφυλόφιλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. heterosexuality)] …   Dictionary of Greek

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης 2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»