-
1 виновный
виновный (в чём-л.) ένο χος, φταίχτης быть \виновныйм είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης* * *(в чём-л.) ένοχος, φταίχτηςбыть вино́вным — είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης
-
2 виноватый
επ., βρ: -ват, -а, -о1. φταίχτης• ένοχος•я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•
-того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•
в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•
кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•
без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•
-ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).
2. αίτιος, υπαίτιος•в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.
3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•
-ое молчание ένοχη σιωπή.
-
3 виноватый
виноватый о ένοχος, ο υπαί τιος быть \виноватыйм φταίω я не* * *ένοχος, ο υπαίτιοςбыть винова́тым — φταίω
я не винова́т — δε φταίω
-
4 виновник
-
5 виноватый
винова́т||ыйприл ἔνοχος, φταίχτης:\виноватый взгляд τό Ενοχο βλέμμα· с \виноватыйым видом μέ ἐνοχο ὕφος· быть \виноватыйым εἶμαι φταίχτης, εἶμαι ἐνοχος· я виноват перед вами ἐγώ φταίω· кто виноват? ποιος φταίει;· ◊ виноват! συγγνώμην!, μέ συγχωρείτε! -
6 виновник
-а α. –ца, -ы θ.1. ένοχος, -η•виновник преступления ένοχος εγκλήματος (ή αδικήματος).
2. πρωτοστάτης, πρωτεργάτης, αίτιος. -
7 грешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αμαρτωλός.2. ένοχος.εκφρ.- ым делом – δυστυχώς πρέπει να παραδεχτώ ή δυστυχώς λέγω την αμαρτία μου•грешный человек – παλ. ένοχος, φταίχτης. -
8 засыпаться
-плюсь, -плешься, προστκ. засыпьсяρ.σ.(απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.ρ.δ.βλ. засыпаться.ρ.δ.βλ. заспаться. -
9 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
10 виновник
вино́вн||икм1. (провинившийся) ὁ Ενοχος, ὁ ὑπαίτιος, ὁ φταίχτης, ὁ πταί-στης·2. (являющийся причиной чего-л.) ὁ δράστης, ὁ αίτιος:\виновник происшествия ὁ αίτιος τοῦ ἐπεισοδίου· \виновник торжества ὁ ἐορτάζων. -
11 виновный
вино́вн||ыйприл (в чем-л.) ἐνοχος, φταίχτης:признавать \виновныйым θεωρώ ἐνο-χο[ν]· чу́вствовать себя \виновныйым в чем-л. αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου ἐνοχο (или φταίχτη). -
12 греховный
грех||о́вныйприл Ενοχος, ἀμαρτωλός. -
13 грешный
грешн||ыйприл ἔνοχος (о мыслях и т. ἡ.)Ι ἀμαρτωλός (о человеке)· ◊ \грешныйым делом вводн. сл. разг ὁμολογώ τήν ἀμαρτία μου. -
14 повинный
пови́нныйприл Ενοχος, φταίχτης. -
15 уголовный
уголовн||ыйприл ποινικός, ἐγκληματικός:\уголовныйый кодекс ὁ ποινικός κωδιξ· \уголовныйый суд τό κακουργοδικεῖον \уголовныйое право τό ποινικό[ν] δίκαιο[ν]· \уголовныйый престу́пиик ὁ ἐγκληματίας, ὁ ἔνοχος κακουργήματος· \уголовныйый розыск ἡ ὑπηρεσία ποινικής διώξεως. -
16 виноватый
[βιναβάτυϊ] εκ. ένοχος -
17 виновник
[βινόβνικ] ουσ. α ένοχος -
18 виноватый
[βιναβάτυϊ] επ ένοχος -
19 виновник
[βινόβνικ] ουσ α ένοχος -
20 виновный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноένοχος, ενεχόμενος•суд признал его -ым το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔνοχος — held in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)