-
1 έλλειψη
[элипси] ουσ. Θ. недостатокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλλειψη
-
2 недостаток
-тка α.1. έλλειψη, ανεπάρκεια•за недостаток από έλλειψη•
по -у в.... από έλλειψη σε... недостаток рабочей силы έλλειψη εργατικής δύναμης.
2. πλθ. -и έλλειψη των αναγκαίων, ένδεια, φτώχεια.3. ατέλεια, μειονέκτημα, ελάττωμα•телесные -и σωματικά ελαττώματα.
|| μτφ. αδυναμία•-и в работе αδυναμίες στη δουλειά•
у него есть -и αυτός έχει αδυναμίες.
εκφρ.нет -тка – δεν υπάρχει έλλειψη, υπάρχει επάρκεια. -
3 нехватка
нехватка ж η έλλειψη, η ανεπάρκεια· \нехватка рабочей силы η έλλειψη εργατών* * *жη έλλειψη, η ανεπάρκειαнехва́тка рабо́чей си́лы — η έλλειψη εργατών
-
4 неимение
-я ουδ.έλλειψη, ανυπαρξία•за -ем κ. παλ. по -ю από έλλειψη•
за -ем д-нег από έλλειψη χρημάτων•
за -ем лучшего από έλλειψη καλύτερου.
-
5 отсутствие
-я ουδ.1. απουσία•в моё -е εν απουσία μου, κατά την απουσία μου•
быть (находить(ся) в -и απουσιάζω, είμαι απών.
2. έλλειψη, ανυπαρξία• ανεπάρκεια•отсутствие сведений έλλειψη πληροφοριών•
отсутствие таланта έλλειψη ταλέντου•
за -ем ελλείψει, λόγω έλλειψης•
в случае -я εν ελλείψει, σε περίπτωση έλλειψης.
εκφρ.отсутствие всякого присуствия – έλλειψη νοημοσύνης παντελής έλειψη του κοινού νου. -
6 неверие
невериес1. ἡ δυσπιστία, ἡ Ελλειψη ἐμπιστοσύνης, ἡ Ελλειψη πίστης:\неверие в собственные силы ἡ Ελλειψη ἐμπιστοσύνης στίς ἰδιες μου δυνάμεις·2. (атеизм) ἡ ἀθρησκεία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἔλλειψις πίστεως. -
7 голод
-а (-у) α.1. πείνα•испытывать голод πεινώ, έχω πείνα•
утолить голод καταπραΰνω την πείνα, κόβω την πείνα•
умереть с -у πεθαίνω από την πείνα•
голод лучший повар ο πεινασμένος τρώει ό,τι βρει (δε διαλέγει)•
морить -ом εξοντώνω, ξεκάνω, πεθαίνω κάποιον με την πείνα.
2. λιμός σιτοδεία•во время -а τον καιρό της πείνας.
|| μτφ. έλλειψη, ανεπάρκεια•книжный голод έλλειψη βιβλίων•
товарный голод έλλειψη εμπορευμάτων.
εκφρ.сидеть -ом – κάθομαι πεινασμένος, πει,νώ. -
8 нехватка
-и-θ. ανεπάρκεια, έλλειψη, στενότητα•нехватка денег έλλειψη χρημάτων•
нехватка материалов έλλειψη υλικών.
-
9 изотоп
το ισότοποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изотоп
-
10 дефицит
дефицит м 1) эк. το έλλειμμα 2) (нехватка ) η έλλειψη* * *м1) эк. το έλλειμμα2) ( нехватка) η έλλειψη -
11 невесомость
невесомость ж η έλλειψη βαρύτητας· состояние \невесомостьи η κατάσταση έλλειψης βαρύτητας* * *жη έλλειψη βαρύτηταςсостоя́ние невесо́мости — η κατάσταση έλλειψης βαρύτητας
-
12 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
13 отсутствие
отсутствие с 1) η απουσία· в моё \отсутствие στην απουσία μου 2) (нехватка ) η έλλειψη* * *с1) η απουσίαв моё отсу́тствие — στην απουσία μου
2) ( нехватка) η έλλειψη -
14 близорукость
близору́к||остьж прям., перен ἡ μυωπία, ἡ ἔλλειψη ὁξυδέρκειας, ἡ ἔλλειψη διορατικότητας. -
15 голод
голодм1. ἡ πείνα, ὁ λιμός:утолить \голод κατευνάζω τήν πείνα μου, χορταίνω· умирать с \голоду ψοφάω ἀπό τήν πείνα· мори́ть \голодом κρατάω νηστικό, ἐξαντλώ ἀπ' τήν πείνα·2. (народное бедствие) ὁ λιμός, ἡ σιτοδεία, ἡ πείνα·3. (недостаток) ἡ ἔλλειψη [-ις] (τροφών κ.λ.π.):книжный \голод ἡ Ελλειψη (или ἡ σπάνις) βιβλίων. -
16 неделикатность
неделикатн||остьж ἡ Ελλειψη λεπτότητας, ἡ ἐλλειψη ἀβρότητας / ἡ ἀδιακρισία (отсутствие такта)/ ἡ ἀγένεια (невежливость). -
17 непривычкгг
непривыч||кггж ἡ ἔλλειψη συνήθειας:с \непривычкггки ἀπό ἐλλειψη συνήθειας. -
18 нехватка
нехваткаж разг ἡ ἔλλειψη [-ις], ἡ ἀνεπάρκεια:\нехватка рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χειρών· \нехватка строительных материалов ἡ ἀνεπάρκεια οἰκοδομικών ὑλικών. -
19 отсутствне
отсутств||нес1. (чего-л.) ἡ ἔλλειψη, ἡ ἀπουσία:\отсутствне деиег ἡ ἀπουσία χρημάτων \отсутствне спроса ἡ ἀζητησία· \отсутствне соста́ва преступления юр. ἡ ἔλλειψις στοιχείων ἐνο-λής· \отсутствне воли (доверия) ἡ ἔλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης)· \отсутствне корысти ἡ ἀνι-διοτέλεια· за \отсутствнеием канц. ἔνεκα ἐλλείψε-«V в случае \отсутствнеия ἐν ἐλλείψει·2. (кого-л.) ἡ ἀπουσία:быть в \отсутствнеии ἀπουσιάζω· в мое \отсутствне ἐν ἀπουσία μου. -
20 анархия
-и θ.αναρχία, ακυβερνησία, έλλειψη αρχής, εξουσίας. || έλλειψη συστηματικής οργάνωσης•анархия производства αναρχία παραγωγής, αταξία, ακαταστασία, χάος.
См. также в других словарях:
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
έλλειψη — η 1. απουσία, ανυπαρξία, ανεπάρκεια, ατέλεια: Το σπίτι έχει πολλές ελλείψεις. 2. (μαθ.), γεωμετρικό σχήμα που σχηματίζεται αν κόψουμε κύλινδρο με επίπεδο όχι κάθετο προς τον άξονά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλλείψῃ — ἐλλείψηι , ἔλλειψις falling short fem dat sg (epic) ἐλλείπω leave in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… … Dictionary of Greek
κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… … Dictionary of Greek
ανορχιδία ή ανορχία — Έλλειψη του ενός ή και των δύο όρχεων, που οφείλεται σε απλασία των γεννητικών οργάνων. Η α. δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυψορχία, που είναι αποτέλεσμα της κατακράτησης των όρχεων μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. Ο ευνουχισμός ή η… … Dictionary of Greek
αποσύνδεση των ιδεών — Έλλειψη εναρμόνισης μεταξύ σκέψης και αισθητικότητας, που αντιπροσωπεύει την πιο σημαντική διεργασία της διανοητικής ασθένειας· οι ιδέες αποσυνδέονται από τις συγκινήσεις, οι συγκινήσεις από την έκφραση, η συμπεριφορά από τις προθέσεις που την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek