-
1 έλλειμμα
[эллима] ουσ. о. недостаток, недочёт, нехватка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλλειμμα
-
2 дефицит
дефицит м 1) эк. το έλλειμμα 2) (нехватка ) η έλλειψη* * *м1) эк. το έλλειμμα2) ( нехватка) η έλλειψη -
3 убыточный
убыт||очныйприл ἐπιζήμιος, ἀσύμφορος, πού ἀφήνει ἐλλειμμα:\убыточныйочное издание ἔκδοση πού ἀφήνει Ελλειμμα. -
4 бездефицитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;ο χωρίς έλλειμμα•бездефицитный бюджет προύπολογισμός χωρίς έλλειμμα.
-
5 недочёт
-а α.1. έλλειμμα•в кассе обнаружен недочёт στο ταμείο βρέθηκε έλλειμμα.
2. πλθ. -ы ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη•исправить -ы в работе διορθώνω τις ελλείψεις στη δουλειά.
-
6 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
-
7 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
8 дефицит
το έλλειμμα, η έλλειψη, η ανεπάρκεια. - влажности - της υγρασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефицит
-
9 недостача
(отсутствие кого-, чего-л. в достаточном или нужном количестве) το έλλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недостача
-
10 недочёт
1. (недостача) το έλλειμμα, η έλλειψη 2. (погрешность) το ελάττωματο λάθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недочёт
-
11 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
12 дефицит
дефицитм1. эк. τό ἐλλειμμα·2. (нехватка) ἡ ἔλλειψη [-ις]. -
13 дефицитный
дефицит||ныйприл1. (дающий дефицит) ὁ φέρων ἐλλειμμα, ἐλλειμματικός·2. (о товарах) σπανίζων. -
14 недостача
недостачаж разг τό Ελειμμα, ἡ Ελλειψη:\недостача денег в кассе τό ἐλλειμμα χρημάτων στό ταμεῖον. -
15 недочет
недочетм1. (недостача) ἡ ἐλλειψη, τό ἐλλειμμα·2. (промах, погрешность) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀδυναμία, τό λάθος:исправить \недочеты в работе διορθώνω τις ἐλλείψεις τῆς δουλείας. -
16 дефицит
-а α.1. έλλειμμα•увеличение бюджетного -а αύξηση του ελλείμματος του προύπολογισμού.
2. έλλειψη, ανεπάρκεια•дефицит в топливе έλλειψη καυσίμων.
-
17 недостача
-и θ.βλ. недостаток (1 σημ.).έλλειμμα (το ποσό που λείπει). -
18 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
19 расход
-а α.1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•расход денег ξόδεμα χρημάτων•
расход материалов ξόδεμα υλικών•
расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•
расход воды κατανάλωση νερού•
расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•
расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.
2. έξοδο, δαπάνη•военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•
-ы производства έξοδα παραγωγής•
непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•
накладные -ы γενικά έξοδα•
мелкие -ы τα μικροέξοδα•
канцелярские -ы γραφικά έξοδα•
текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•
деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•
лишние -ы περιττά έξοδα•
внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•
сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•
покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•
записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.
εκφρ.внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω. -
20 убыточность
-и θ.ζημιά, έλλειμμα, χασούρα.
См. также в других словарях:
ἔλλειμμα — defect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… … Dictionary of Greek
έλλειμμα — το, ατος 1. το ποσό (σε χρήμα ή σε είδος) που λείπει από εκείνο που προϋπήρχε ή έπρεπε να υπάρχει. 2. το παθητικό ισοζυγίου ή λογαριασμού: Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλλειμμα μάζας — Όρος που στη φυσική υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στη μάζα του πυρήνα και στη συνολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αυτός αποτελείται. Επειδή η μάζα του πυρήνα είναι μικρότερη από την ολική μάζα των πρωτονίων και των… … Dictionary of Greek
διαφραγματικό έλλειμμα — Συγγενές έλλειμμα που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μίας τρύπας στο τοίχωμα που χωρίζει τις δύο καρδιακές κοιλότητες … Dictionary of Greek
ἐλλειμμάτων — ἔλλειμμα defect neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμμασι — ἔλλειμμα defect neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμμασιν — ἔλλειμμα defect neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματα — ἔλλειμμα defect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματι — ἔλλειμμα defect neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλείμματος — ἔλλειμμα defect neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)