-
1 εγκυος
-
2 ἔγκυος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔγκυος
-
3 έγκυος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έγκυος
-
4 έγκυος
α, ο [ος, ον ] беременная (о живых существах женского пола) -
5 ἔγκυος
беременная.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔγκυος
-
6 έγκυος
[энгиос] εκ. Θ. беременыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκυος
-
7 έγκυος
[энгиос] επ Θ. беременый. -
8 1471
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1471
См. также в других словарях:
ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό … Dictionary of Greek
έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)