Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έγκυος

См. также в других словарях:

  • ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»