-
1 έγκαυμα
[энгавма] ουσ. о. ожог,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκαυμα
-
2 ожог
ожог м το έγκαυμα, το καύμα* το ζεμάτισμα (кипящей жидкостью)* * *мτο έγκαυμα, το καύμα; το ζεμάτισμα ( кипящей жидкостью) -
3 ожог
το έγκαυμα, το κάψιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ожог
-
4 обжигать
обжигатьнесов1. καίω, προκαλώ ἐγκαυμα·2. (кирпич и т. ἡ.) ψήνω, ὀπτῶ:\обжигать известь καίω ἀσβέστη, ἀπασβεστώνω. -
5 ожог
ожогм τό Εγκαυμα, τό κάψιμο. -
6 след
следм1. (отпечаток) τό Ιχνος, τό ἀποτύπωμα/ ἡ πατημασιά (тк. нога):идти по \следа́м βαδίζω στά ϊχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, πέρνω στό κατόπι· обнаружить чьй-л, \следы ἀνακαλύπτω τά Ιχνη κάποιου·2. (остаток или признак чего-л.) τό Ιχνος:\следы ожо́га σημάδι ἀπό ἐγκαυμα· \следы преступления τά Ιχνη τοῦ ἐγκλήματος·3. перен ἡ συνέπεια:оставить неизгладимый \след ἀφήνω ἀνεξίτηλο Ιχνος· ◊ заметать \следы ἐξαφανίζω τά ίχνη· идти по горячим \следам πηγαίνω στά φρέσκα ἰχνη· его и \след простыл разг ἐγινε ἄφαντος. -
7 ожог
[οζόκ] ουσ. α έγκαυμα -
8 ожог
[οζόκ] ουσ α έγκαυμα -
9 ожог
-а α.έγκαυμα, κάψιμο. -
10 сварить
ρ.σ.μ.1. βλ. варить.2. καίω, προκαλώ έγκαυμα.3. συγκολλώ μέταλλα,εκφρ.каши ή пива не -ишь с кем – δεν τα ταιριάζεις, δε μπορείς να συμφωνήσεις με κάποιον.1. βλ. вариться.2. (για μέταλλα)• συγκολλιέμαι.
См. также в других словарях:
ἔγκαυμα — mark burnt in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
έγκαυμα — το, ατος η βλάβη που προκαλείται στους ιστούς του σώματος από αντικείμενο που καίει ή από διαβρωτική χημική ουσία ή από ακτινοβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαυμάτων — ἔγκαυμα mark burnt in neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαύμασι — ἔγκαυμα mark burnt in neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαύμασιν — ἔγκαυμα mark burnt in neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαύματα — ἔγκαυμα mark burnt in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καψιά — η 1. κάψιμο, έγκαυμα 2. η ουλή που απομένει από το έγκαυμα 3. το διακριτικό σημείο που σχηματίζεται στους γλουτούς τών ζώων με πυρακτωμένο σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (αόρ. έ καψ α τού καίω) + κατάλ. ιά, (πρβλ. κλεψ ιά, κοψ ιά)] … Dictionary of Greek
φωΐς — και φοΐς, ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α φυσαλλίδα στην επιφάνεια τού δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή *bhō w τής ρίζας τού… … Dictionary of Greek
καψιά — η 1. έγκαυμα, κάψιμο. 2. η ουλή που μένει από έγκαυμα. 3. το διακριτικό σημάδι που σχηματίζεται με πυρακτωμένο σίδερο στους γλουτούς των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκύλωση — Κύρτωση, καμπύλωση. Στην ιατρική α. λέγεται η σχεδόν πλήρης ή και πλήρης κατάργηση της κινητικότητας μιας άρθρωσης. Μπορεί να προκληθεί είτε από τραύμα είτε από φλεγμονή της άρθρωσης, οξεία (οστεομυελίτιδα, γονοκοκκική ερυθρίτιδα) ή χρονία… … Dictionary of Greek