-
1 έγκατα
[энгата] ουσ. о. κληθ. недра.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έγκατα
-
2 недра
-
3 недра
недрамн.1. τό ὑπέδαφος:\недра земли́ τά ἐγκατα τής γῆς· разработка недр ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ὑπεδάφους·2. перен τά ἐγκατα, τά μύχια:в \недрах души́ στά σωθικά. -
4 недра
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недра
-
5 заброшенный
заброшенн||ый1. прич. от забросить·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, παραμελημένος:\заброшенныйый сад ἐγκαταλειμμένος κήπος, \заброшенный||ый ребенок τό παρατημένο παιδί. -
6 покинутый
покинутый1. прич. от покинуть·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, ἀφημένος (оставленный) / μοναχός (одинокий). -
7 недра
недр πλθ. το εσωτερικό της γης, τα έγκατα. || μτφ. τα σπλάχνα, τα κατάβαθα, τα μύχια•в -ах души στα κατάβαθα της ψυχής.
См. также в других словарях:
ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… … Dictionary of Greek
έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek