Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έγινε

  • 1 совершить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•

    совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•

    совершить ошибку κάνω λάθος•

    совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•

    совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•

    совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).

    2. συνομολογώ, κλείνω•

    совершить сделку κλείνω συμφωνία.

    (δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•

    -лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•

    брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•

    пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•

    похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.

    Большой русско-греческий словарь > совершить

  • 2 воз

    воз
    м
    1. τό κάρρο[ν], τό ἀμάξι·
    2. (содержимое воза) τό ἀγώγι, τό φορτίο[ν]:
    \воз дров ἕνα ἀγώγι ξύλα, ἕνα κάρρο ξύλα· ◊ что с возу упало, то пропало посл. δτι ἔγινε ἐγινε.

    Русско-новогреческий словарь > воз

  • 3 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 4 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 5 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 6 настать

    -анет
    ρ.σ.
    αρχίζω, έρχομαι, φτάνω πλησιάζω•

    -ла весна ήρθε η οιξη•

    настать ла полночь ήρθαν τα μεσάνυχτα•

    -ли праздники έφτασαν οι γιορτές•

    -ло время расстаться έφτασε η ώρα του χωρισμού (να χωριστούμε)настатьет день, когда... θά ρθει η μέρα, που...

    γίνομαι•

    -ла тишина έγινε ησυχία•

    -ла минута молчания έγινε ενός λεπτού σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > настать

  • 7 тихо

    1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•

    стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•

    ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > тихо

  • 8 разобрать

    1. (демонтировать) αποσυναρμολογώ, διαλύω, ξεμοντάρω 2. (рассортировать) τακτοποιώ 3. (подвергнуть анализу, рассмотреть, исследовать, обсудить) εξετάζω, μελετώ 4. (раскупать) αγοράζω
    товар разобрали το εμπόρευμα έγινε ανάρπαστο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разобрать

  • 9 бельмо

    бельмо́
    с τό νεφέλιο, ἡ κηλίδα στό μάτι; ◊ он у меня как \бельмо на глазу́ разг μοῦ ἔπρηξε τό σηκώτι, μοῦ ἔγινε ἐφιάλτης.

    Русско-новогреческий словарь > бельмо

  • 10 бор

    бор I
    м τό δάσος (κωνοφόρων δένδρων):
    сосновый \бор ὁ πευκώνας; ◊ с \бору да с сосенки погов. ἀπό ὀπου τύχει; сыр-\бор загорелся ἀρχισε φασαρία, ἔγινε σαμα-τας.
    бор II
    м хим. τό βόριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > бор

  • 11 вода

    вод||а
    ж τό νερό, τό ὕδωρ:
    дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ.

    Русско-новогреческий словарь > вода

  • 12 деваться

    дева||ться
    (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    куда он \деватьсялся? ποῦ χάθηκε;, τί ἐγινε;· он не знал, куда \деватьсяться со стыда δέν ήξερε ποῦ νά κρυφτεί ἀπό τήν ντροπή του.

    Русско-новогреческий словарь > деваться

  • 13 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 14 зуб

    зуб
    м τό δόντι, ὁ ὀδούς:
    молочный \зуб ὁ γαλαξίας, ὁ γαλακτίας· коренной \зуб ὁ τραπεζίτης, ὁ γομφίος, ὁ κυνόδους, τό σκυλόδοντο· \зуб мудрости ὁ φρονιμίτης· вырывать \зуб βγάζω (ένα) δόντι· скрежетать \зубами τρίζω τά δόντια μου· ◊ сквозь \зубы μασώντας τά λόγια· скалить \зубы γελώ ἀνόητα, χαζογελώ· вооруженный до \зубо́в ὁπλισμένος ὡς τά δόντια, ὁπλισμένος μέχρις ὁδόντων держать язык за \зубами ράβω τό στόμα μου· в \зубах навязло μοῦ ἔγινε φοβερά ἐνοχλητικό· иметь \зуб против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, τρέφω μίσος ἐνάντια σέ κάποιον не по \зубам δέν εἶναι γιά τά κότσια (του)· ни в \зуб (толкнуть) δέν ξέρω οὔτε γρί· попасть кому́-л. на \зуб πέφτω στά χέρια κάποιου· \зуб и а \зуб не попадает τρέμω.

    Русско-новогреческий словарь > зуб

  • 15 измельчать

    измельчать I
    несов (превращать в порошок) κομματιάζω, τρίβω:
    \измельчатьруду́ κονιοποιώ, τρίβω τό μετάλλευμα.
    измельча||ть II
    сов
    1. (стать мелким) γίνομαι ρηχός, ἀβαθής:
    озеро \измельчатьло ἡ λίμνη ἐγινε ρηχή·
    2. перец, (вырождаться) γίνομαι μικροπρεπής.

    Русско-новогреческий словарь > измельчать

  • 16 кануть

    кануть
    соз.:
    \кануть в вечность разг ἐξαφανίζομαι· как в воду канул разг ἐγινε ἄφαντος, ἡ γῆ τον κατάπιε.

    Русско-новогреческий словарь > кануть

  • 17 кровь

    кров||ь
    ж τό αίμα:
    артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου.

    Русско-новогреческий словарь > кровь

  • 18 наполовину

    наполовину
    нареч μισός, κατά τό ήμισυ, ἐξ ἡμισείας, μισό καί μισό:
    работа \наполовину сделана ἡ μισή δουλειά Εγινε· делать дело \наполовину κάνω τήν δουλειά μισή.

    Русско-новогреческий словарь > наполовину

  • 19 натура

    нату́р||а
    ж
    1. ἡ φύση [-ις], ὁ χαράκτηρας:
    он по \натурае очень добрый εἶναι ἐκ φύσεως πολύ καλός ἀνθρωπος· э́то стало У него́ второй \натураой τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις· пылкая \натура ὁ φλογερός χαρακτήρας·
    2. иск. ἡ φύση [-ις]:
    писать (рисовать) с \натураы ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοῦ· ◊ платить \натураой πληρώνω σέ είδος,

    Русско-новогреческий словарь > натура

  • 20 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»