Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άττα

  • 1 лосось

    ло́со́сь
    м (рыба) ὁ σολομός, ὁ ἀττα-κεύς.

    Русско-новогреческий словарь > лосось

  • 2 сёмга

    θ.
    σολομός, αντακαίος ή αττα-καίος (ψάρι).

    Большой русско-греческий словарь > сёмга

  • 3 Whisper

    subs.
    Murmur: P. and V. ψόφος, ὁ.
    In a whisper, in a low voice: use P. and V. σιγῇ, V. σῖγα.
    Not even a whisper: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ; see not a word, under Word.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. ψιθυρίζειν (acc. or absol.).
    absol. Murmur: P. and V. ψοφεῖν; see Murmur.
    Whisper to: Ar. ἐντρυλλίζειν (dat.) (Thesm. 341).
    He said something stooping to whisper: P. ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς (Plat., Rep. 449B).
    Ever whispering in your ear words to embitter you: V. εἰς οὖς ἀεὶ πέμπουσα μύθους ἐπὶ τὸ δυσμενέστερον (Eur., Or. 616).
    I would fain whisper the words to you: V. ἐς οὖς γὰρ τοὺς λόγους εἰπεῖν θέλω (Eur., Ion, 1521).
    He whispered in the ears of each words of estrangement: V. εἰς οὖς ἑκάστῳ δυσμενεῖς ηὔδα λόγους (Eur., And. 1091).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Whisper

См. также в других словарях:

  • ἄττα — something indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • ἀττα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄττα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅττα — ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • ἄτθ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄττ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτθ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅττ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»