-
1 άτιμος
[атимос] εκ. бесчеловечныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άτιμος
-
2 нечестный
-
3 нечестный
нечестн||ыйприл ἀτιμος, κακοήθης, ἀισχρός:\нечестныйый человек ὁ ἄτιμος ἄνθρωπος· \нечестныйый поступок ἡ αίσχρή πράξη [-ις], ἡ ἀτιμία. -
4 бессовестный
бессо́вестн||ыйприл1. (нечестный) ἄτιμος, ἀσυνείδητος;2. (наглый) ἀφιλότιμος, ἀναιδής. -
5 бесчестный
бесчест||ныйприл ἀτιμος, αίσχρός. -
6 гнусный
гну́сн||ыйприл ἄτιμος, αίσχρός, πρόστυχος/ ποταπός (низкий). -
7 нечистый
нечи́ст||ый1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:\нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:\нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·3. прил (нечестный) ἀτιμος:\нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ. -
8 подлец
подлецм ὁ παλιάνθρωπος, ὁ ἄτιμος. -
9 подлый
по́дл||ыйприл ἄτιμος, πρόστυχος, ποταπός. -
10 позорный
позор||ныйприл ἀτιμος, ἐπονείδιστος:\позорныйный поступок ἡ ἐπονείδιστη πράξη· \позорныйное пятно́ τό στίγμα· ◊ пригвоздить к \позорныйному столбу́ στηλιτεύω, στιγματίζω. -
11 бессовестный
[μπισσόβισνυΐ/] επ. άτιμος, ασυνείδητος -
12 бессовестный
[μπισσόβισνυΐ] επ άτιμος, ασυνείδητος -
13 бесчестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάτιμος• αδιάντροπος• ασυνείδητος. -
14 нечестивец
-вца α. παλ. ασεβής, ανόσιος ανέντιμος, άτιμος. -
15 нечестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάτιμος, ανέντιμος• ανήθικος. -
16 нечистоплотный
επ. βρ: -тен, -тна, -тно.1. ακάθαρτος, βρωμερός, μιαρός, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος•-ое бель ακάθαρτα εσώρουχα•
нечистоплотный воздух ακάθαρτος αέρας•
нечистоплотный двор βρώμικη αυλή.
2. μτφ. αισχρός άτιμος, επαίσχυντος•нечистоплотный поступок αισχρή πράξη.
-
17 нечистый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•-ая посуда ακάθαρτα αγγεία.
2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•нечистый цвет μουντό χρώμα.
|| μη καθαρόαιμος•собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).
3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•-ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.
7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.8. πονηρός, κακός•нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).εκφρ.- ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο. -
18 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
19 подлый
επ.1. πρόστυχος, ποταπός• αισχρός, αχρείος, άτιμος.2. παλ. μη σοΐλίδικος.
См. также в других словарях:
άτιμος — η, ο (AM ἄτιμος, ον) [τιμή] 1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος 2. επονείδιστος, αισχρός νεοελλ. 1. ατιμωτικός 2. μισητός, ελεεινός 3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα αρχ. μσν. (για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
άτιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει τιμή, ο ανυπόληπτος, ο ανήθικος: Ήταν άνθρωπος άτιμος, ικανός για όλα. 2. αυτός που φέρνει ατιμία, ντροπή: Στην περίπτωση εκείνη είχε δείξει άτιμη συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄτιμος — ἄτῑμος , ἄτιμος unhonoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
ἀτιμότερον — ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured adverbial comp ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured masc acc comp sg ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
ἀτιμοτάτας — ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc superl pl ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμοτάτων — ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured fem gen superl pl ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμοτέρα — ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc/acc comp dual ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμοτέραις — ἀτῑμοτέραις , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl ἀτῑμοτέρᾱͅς , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμοτέρας — ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc comp pl ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)