-
1 ασοφος
-
2 ἄσοφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄσοφος
-
3 άσοφος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άσοφος
-
4 άσοφος
η, ο [ος, ον ] необдуманный, неуместный; опрометчивый (о высказываниях, поступках и т. п.) -
5 ἄσοφος
неразумный, неумный, бессмысленный, глупый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄσοφος
-
6 781
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 781
См. также в других словарях:
ἄσοφος — unwise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσοφος — η, ο (AM ἄσοφος, ον) ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιος αρχ. (για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος … Dictionary of Greek
άσοφος — η, ο επίρρ. α απαίδευτος, μωρός, άστοχος: Τα μέτρα για την παιδεία αποδείχτηκαν άσοφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσοφώτερον — ἄσοφος unwise masc acc comp sg ἄσοφος unwise neut nom/voc/acc comp sg ἄσοφος unwise adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφώτατον — ἄσοφος unwise masc acc superl sg ἄσοφος unwise neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσόφως — ἄσοφος unwise adverbial ἄσοφος unwise masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσοφον — ἄσοφος unwise masc/fem acc sg ἄσοφος unwise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφωτάτῳ — ἄσοφος unwise masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσοφωτέρους — ἄσοφος unwise masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσόφοις — ἄσοφος unwise masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσόφου — ἄσοφος unwise masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)