-
1 άρωμα
[арома] ουσ. о. аромат, благоухание,end духи,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άρωμα
-
2 аромат
-
3 благоухание
-
4 духи
-
5 надушить
-
6 подушить
-
7 тимоловый
επ.από ή με άρωμα θυμαρ ιού•-ое мыло σαπούνι με άρωμα θυμαριού.
-
8 духи
мн. το άρωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > духи
-
9 тимол
η θυμόλη, το άρωμα από θυμάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тимол
-
10 цвет
I.(световой тон, окраска) το χρώμα, ο χρωματισμόςсмешивать - а αναμ(ε)ιγνύω/ανακατώνω τα - ταбледный - αδύνατο -, θαμπό -насыщенный - γεμάτο -, πλούσιο -II. «цвет» физ. το «χρώμα» («κόκκινο», «πράσινο» ή «γαλάζιο» για κάθε «άρωμα» του κουάρκ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвет
-
11 аромат
ароматм τό ἀρωμα, ἡ μυρωδιά. -
12 благовоние
благово́н||иес ἡ εὐωδιά, τό ἄρωμα. -
13 благоухание
благоуха||ниес ἡ εὐωδία, ἡ εὐοσμία, τό ἀρωμα. -
14 мыло
мыл||ос1. τό σαπούνι, ὁ σάπων:туалетное \мыло τό μοσχοσάπουνο, ὁ ἀρωμα-τώδης σάπων хозяйственное \мыло σαποῦνι τῆς πλύσης· брусок (кусок) \мылоа μιά πλάκα σαπούνι·2. (пена) ὁ ἀφρός:лошадь вся в \мылое τό ἄλογο βγάζει ἀφρούς. -
15 настаивать
настаивать Iнесов (добиваться исполнения) ἐπιμένω, ἐμμένω (είς):\настаивать на своем мнении ἐπιμένω στήν ἄποψή μου.настаивать IIнесов1. (делать настой) ἐκχυλίζω:\настаивать чай ζεματώ τό τσάΓ2. (водку на чем-л.) ἀρωματίζω, προσδίδω ἄρωμα. -
16 сильный
си́льн||ыйприл δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):\сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής. -
17 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
18 аромат
[αραμάτ] ουσ. α. άρωμα -
19 благовоние
[μπλαγκαβόνιιε] ουσ. ο. άρωμα, ευωδιά -
20 аромат
[αραμάτ] ουσ α άρωμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄρωμα — 1 aromatic herb neut nom/voc/acc sg ἄρωμα 2 arable land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
άρωμα — το, ατος μυρουδιά, ευχάριστη οσμή: Αυτό το πεπόνι έχει ένα ωραίο άρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωμάτων — ἄρωμα 1 aromatic herb neut gen pl ἄρωμα 2 arable land neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώμασι — ἄρωμα 1 aromatic herb neut dat pl ἄρωμα 2 arable land neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώμασιν — ἄρωμα 1 aromatic herb neut dat pl ἄρωμα 2 arable land neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώματα — ἄρωμα 1 aromatic herb neut nom/voc/acc pl ἄρωμα 2 arable land neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώματι — ἄρωμα 1 aromatic herb neut dat sg ἄρωμα 2 arable land neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώματος — ἄρωμα 1 aromatic herb neut gen sg ἄρωμα 2 arable land neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρώματ' — ἀρώματα , ἄρωμα 1 aromatic herb neut nom/voc/acc pl ἀρώματι , ἄρωμα 1 aromatic herb neut dat sg ἀρώματε , ἄρωμα 1 aromatic herb neut nom/voc/acc dual ἀρώματα , ἄρωμα 2 arable land neut nom/voc/acc pl ἀρώματι , ἄρωμα 2 arable land neut dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek