-
1 seigneur
άρχοντας -
2 pán
άρχοντας -
3 барин
-а, πλθ.(απλ.) баре, κ. бары, бар, α.1. κύριος, αφέντης, άρχοντας. || αφεντικό, κύριος (ως προς τον υπηρέτη).2. τεμπέλης, φυγόπονος.εκφρ.жить -ом – ζω αρχοντικά, αρχοντοζώ, αρχοντοπερνώ•сидеть -ом – κάθομαι αρχοντικά, σαν άρχοντας. -
4 барин
баринм1. ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης, ὁ ἀρχοντας;2. (в обращении) (ό) κύριος; ◊ жить \барином ζῶ ἀρχοντικά. -
5 вельможа
вельможам1. уст. ὁ μεγιστάνας, ὁ ἄρχοντας, ὁ εὐπατρίδης·2. разг, ирон. τό μεγάλο πρόσωπο. -
6 владыка
влады||кам1. (властелин) уст. ὁ ἄρχοντας, ὁ κυρίαρχος, ὁ ήγεμόνας [-ών], ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης·2. церк. ὁ ἀρχιερέας. -
7 властелин
властелинм ὁ ἄρχοντας, ὁ αὐβέντης, ὁ ἀφέντης, ὁ κύριος, ὁ κυρίαρχος. -
8 lord
[lo:d]1) (a master; a man or animal that has power over others or over an area: The lion is lord of the jungle.) κύριος, άρχοντας2) ((with capital when used in titles) in the United Kingdom etc a nobleman or man of rank.) λόρδος3) ((with capital) in the United Kingdom, used as part of several official titles: the Lord Mayor.) λόρδος•- lordly- lordliness
- Lordship
- the Lord
- lord it over -
9 ruler
1) (a person who governs: the ruler of the state.) κυβερνήτης, άρχοντας2) (a long narrow piece of wood, plastic etc for drawing straight lines: I can't draw straight lines without a ruler.) χάρακας -
10 sovereign
-
11 барин
[μπάριν] ουσ. α. αφέντης, άρχοντας -
12 барин
[μπάριν] ουσ α αφέντης, άρχοντας -
13 барствовать
-вуга, -вуешь, ρ.δ.ζω τεμπέλικα (όπως ο άρχοντας). -
14 вельможа
-и, γεν. πλθ. -мож α.1. παλ. μεγιστάνας, προύχοντας, άρχοντας.2. καυχησιάρης, μεγάλαυχος, μεγαλορρήμονας. -
15 владыка
-и α.1. παλ. άρχοντας, κυρίαρχος.2. αρχιερέας, μητροπολίτης, δεσπότης. -
16 господин
-а, πλθ. -да, -од, -ам α.1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).εκφρ.быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. -
17 изволение
-я ουδ.παλ. θέληση, επιθυμία άδεια•по барскому -ю με την άδεια του άρχοντα, όπως το θελήσει ο άρχοντας.
-
18 калиф
-
19 полновластный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно;απόλυτος εξουσιαστής• κυρίαρχος, άρχοντας. -
20 efendi
κύριος, αφεντης, άρχοντας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
άρχοντας — ο θηλ. αρχόντισσα πληθ. άρχοντες και αρχόντοι και αρχοντάδες, ευγενής στην καταγωγή, πρόκριτος, πλούσιος: Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας... (κάλαντα των Χριστουγέννων)· τιμητική προσφώνηση: «άρχοντά μου» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄρχοντας — ἄρχω to be first pres part act masc acc pl ἄρχων ruler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άρχοντας, Πέτρος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Ξυλάρχοντας, καπετάνιος από τον Άγιο Ιωάννη της Κυνουρίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο. Το 1826 με 150 στρατιώτες του και με αρχηγό τον Γενναίο Κολοκοτρώνη συμμετείχε στην εκστρατεία της Αττικής … Dictionary of Greek
αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Γεώργιος — Άρχοντας μέγας πρωτέκδικος του οικουμενικού πατριαρχείου. Ήταν ο πρώτος ιστοριοδίφης της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής. Ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία και διακρίθηκε ως ένας από τους δοκιμότερους εκκλησιαστικολόγους δημοσιογράφους.… … Dictionary of Greek
ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
προάρχω — ΜΑ μσν. προΐσταμαι αρχ. 1. κάνω πρώτος αρχή 2. χρηματίζω προηγουμένως άρχοντας 3. είμαι πρώην άρχοντας ενός τόπου 4. είμαι προηγουμένως αρχηγός ή επώνυμος άρχοντας κάποιου … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek