-
1 άμυνα
[амина] ουσ. Θ. защита, оборона.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άμυνα
-
2 оборона
-ы θ.άμυνα•крепить -у страны εν ισχύω την άμυνα της χώρας•
перейти от -ы к нападению περνώ από την άμυνα στην επίθεση•
прорвать вражескую -у σπάζω την άμυνα του εχθρού, κάνω ρήγμα στην άμυνα του εχθρού•
противовоздушная оборона αντιαεροπορική άμυνα, αεράμυνα•
линия -ы αμυντική γραμμή, γραμμή άμυνας•
упорная оборона σθεναρή άμυνα.
-
3 защита
защи́т||аж1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:\защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·4. спорт. ἡ ᾶμυνα. -
4 оборона
оборон||аж ἡ ἀμυνα:противовоздушная \оборона ἡ ἀντιαεροπορική ἄμυνα· береговая \оборона ἡ παράκτια [-ος] ἄμυνα· линия \оборонаы ἡ ἀμυντική γραμμή· занимать \оборонау κατέχω ἀμυντική θέση· переходить к \оборонае περνῶ σέ ἄμυνα -
5 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες). -
6 защита
защита ж 1) η υπεράσπιση η προστασία (охрана) \защита мира η υπεράσπιση της ειρήνης 2) спорт, η άμυνα* * *ж1) η υπεράσπιση; η προστασία ( охрана)защи́та ми́ра — η υπεράσπιση της ειρήνης
2) спорт. η άμυνα -
7 оборона
-
8 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
9 активный
акти́вн||ыйприл ἐνεργητικός, δραστήριος:\активныйая оборона ἡ ἐνεργητική ἀμυνα. -
10 береговой
берегов||о́йприл ἐπάκτιος, παράκτιος, παράλιος / παραποτάμιος, παρόχθιος (у берегов реки):\береговойая ли́ния ἡ ἐπάκτιος γραμμή; \береговойо́е судоходство ἡ ἀκτοπλοΐα; \береговойая артиллерия τό ἐπάκτιο[ν] πυροβολικό[ν]; \береговойая оборо́иа ἡ παράκτιος ἄμυνα; \береговойа́я охрана ἡ ἀκτοφυλακή. -
11 противовоздушный
противовозду́шн||ыйприл ἀντιαεροπορικός:\противовоздушныйая оборона ἡ ἀντιαεροπορική ἄμυνα. -
12 фланговый
фланговыйприл πλευρικός, τής πτέρυγος:\фланговыйовая защита ἡ πλευρική ἄμυνα· \фланговыйо́вое охранение ἡ πλαγιοφυλακή· \фланговыйо́вая атака ἡ πλευρική ἐπίθεση. -
13 /εκ. κουρελιασμένος
[αμπαρόνα] ουσ. θ. άμυνα -
14 оборона
[αμπαρόνα] ουσ. θ. άμυνα -
15 /εκ. κουρελιασμένος
[αμπαρόνα] ουσ θ άμυνα -
16 оборона
[αμπαρόνα] ουσ θ άμυνα -
17 береговой
επ.άκτιος, ακταίος, επάκτιος, παράκτιος•-ая дорога παράκτια οδός•
береговой песок ο άμμος της ακτής•
-ые деревни παράκτια (παραθαλάσσια) χωριά•
-ая артиллерия παράκτιο (επάκτιο) πυροβολικό•
-ое судоходство η ακτοπλοΐα•
-ая оборона η παράκτια άμυνα•
береговой житель παρόχθιος (παραθαλάσσιος) κάτοικος.
-
18 брешь
-и θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) ρήγμα, ρωγμή•снаряд пробил брешь в стену το βλήμα έκαμε ρήγμα στον τοίχο•
брешь в обороне противника ρήγμα στην άμυνα του εχθρού.
-
19 взломать
ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, ανοίγω με σπάσιμο•вор -ал дверь ο κλέφτης έσπασε την πόρτα.
|| χαλνώ, ξεκαρφώνω, σπάζω•взломать пол χαλνώ το πάτωμα.
2. (στρατ.) κάνω ρήγμα•наши войска -ли оборону противника τα στρατεύματα μας έσπασαν την άμυνα του εχθοου.
σπάζω, θραύομαι (για πάγο). -
20 воздушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αέρινος, αέριος, του αέρα•-ое давление πίεση του αέρα.
|| εναέριος•воздушный бой αερομαχία.
2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•-ая линия αεροπορική γραμμή•
-ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•
-ое нападение αεροπορική επίθεση•
воздушный флот η αεροπορία•
-ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.
3. κινούμενος με αέρα•воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•
воздушный тормоз αεροπέδη.
4. ελαφρός•-ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.
εκφρ.- ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•- ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•воздушный насос – αεραντλία•воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek
άμυνα — η 1. η απόκρουση επίθεσης ή άλλου κινδύνου, υπεράσπιση: Στην επίθεση αντίταξε αποτελεσματική άμυνα. 2. το σύνολο των μέσων με τα οποία αντιμετωπίζονται εχθροί ή κίνδυνοι: Οργανώνεται η άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. 3. ικανότητα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… … Dictionary of Greek
ἄμυνα — ἄ̱μῡνα , ἀμύνω keep off aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄμῡνα , ἀμύνω keep off aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυνα, κοινωνική — Ο όρος κ.ά. δηλώνει, στο σύγχρονο ποινικό δίκαιο, την εκδοχή εκείνη της ποινικής λειτουργίας κατά την οποία το κράτος και η ποινή θα πρέπει να προσαρμόζονται όχι προς την αντικειμενική φύση του εγκληματικού γεγονότος (και την ατομική ευθύνη του… … Dictionary of Greek
αντιαεροπορική άμυνα — Σύνολο ενεργειών και εγκαταστάσεων με σκοπό την προστασία των πόλεων, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των στρατιωτών και πολιτών από επιθέσεις εχθρικών αεροσκαφών ή πυραύλων. Η ανίχνευση της εχθρικής επίθεσης είναι πολύ δύσκολη. Τα μέσα που… … Dictionary of Greek
Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek