-
1 άλογος
[алогос] επ. неразумный, абсурдныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλογος
-
2 иррациональный
1. мат. ασύμμετρος 2. филос. αντιορθολογιστικός, αλόγοστος, άλογος, παράλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональный
-
3 безумец
безу́м||ецм1. ὁ παράφρονας [-ων], ὁ τρελλός;2. (безрассудный человек) ὁ ἄλογος, ὁ παράλογος, ὁ ἀπερίσκεπτος. -
4 нелогичный
нелоги́чн||ыйприл ἀλογος, παράλογος, ἀστόχαστος. -
5 неразумный
неразумныйприл παράλογος, ἀστόχαστος, ἄλογος, ἀπερίσκεπτος. -
6 алогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно;άλογος, παράλογος. -
7 нелогичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноάλογος, παράλογος. -
8 несообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноασυνάρτητος• ασυνταίρ ιαστος • σόλοικος. || άλογος, παράλογος• κουτός, μωρός.
См. также в других словарях:
ἄλογος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόγο (φωνή), άλαλος, άφωνος: Ήταν ένας θρήνος άλογος, ο θρήνος αυτός. 2. αυτός που δεν έχει λογικό: Τα ζώα λέγονται άλογα, γιατί δεν έχουν λογικό. 3. παράλογος, ασυνάρτητος: Οι ενέργειές του αυτές είναι άλογες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλογώτερον — ἄλογος without masc acc comp sg ἄλογος without neut nom/voc/acc comp sg ἄλογος without adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτάτων — ἄλογος without fem gen superl pl ἄλογος without masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέραις — ἄλογος without fem dat comp pl ἀλογωτέρᾱͅς , ἄλογος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογωτέρων — ἄλογος without fem gen comp pl ἄλογος without masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατα — ἄλογος without adverbial superl ἄλογος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλογώτατον — ἄλογος without masc acc superl sg ἄλογος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγω — ἄλογος without masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλογος without masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόγως — ἄλογος without adverbial ἄλογος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)