-
1 άθραυστος
-
2 ἄθραυστος
-
3 αθραυστος
21) несломанный, неразрушенный, невредимый(πύργοι Eur.; μέρος τῆς πόλεως Plut.)
ἄθραυστοι καὴ ἀσινεῖς ἐπανῆλθον Polyb. — они вернулись целыми и невредимыми;ἄ. καὴ ἀκέραιος φωνή Plut. — чистый и ясный голос2) неломкий Arst. -
4 ἄθραυστος
ἄθραυστος, ον,A unbroken, E.Hec.17, IG2.1054d14, Melinnoap. Stob. 3.7.12; of persons, Plb.2.22.5;μέρος τῆς δυνάμεως D.S.19.30
. Adv. - τως without breakage,κάμπτειν Gp.10.19.2
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθραυστος
-
5 άθραυστος
ος, ον1) неразбитый, несломанный; неразорванный (о цепях); 2) крепкий, прочный -
6 άθραυστος
[атрафстос] εκ. небыощийся.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθραυστος
-
7 άθραυστος
[атрафстос] επ небыощийся. -
8 ἄθραυστος
ἄ-θραυστος, unzerbrochen, unverletzt. -
9 άθραυστος
kırılmaz -
10 небьющийся
άθραυστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > небьющийся
-
11 kırılmaz
άθραυστος, άρρηκτος -
12 άθραυστον
-
13 ἄθραυστον
-
14 αθραυστότατον
ἄθραυστοςunbroken: masc acc superl sgἄθραυστοςunbroken: neut nom /voc /acc superl sg -
15 ἀθραυστότατον
ἄθραυστοςunbroken: masc acc superl sgἄθραυστοςunbroken: neut nom /voc /acc superl sg -
16 αθραύστως
-
17 ἀθραύστως
-
18 триплекс
(стекло) η άθραυστος ύαλος (με ενδιάμεση πολυβυνιλική διαφανή στρώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триплекс
-
19 небьющийся
небьющийсяприл ἀθραυστος. -
20 άθραυστα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄθραυστος — unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθραυστος — η, ο (Α ἄθραυστος, ον) 1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος 2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + θραυστός < θραύω] … Dictionary of Greek
άθραυστος — η, ο αυτός που δεν έσπασε ή δε σπάζει: Στα ρολόγια βάζουν κάλυμμα από ειδικό άθραυστο γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθραυστότατον — ἄθραυστος unbroken masc acc superl sg ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστως — ἄθραυστος unbroken adverbial ἄθραυστος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθραυστον — ἄθραυστος unbroken masc/fem acc sg ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστοις — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστου — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστους — ἄθραυστος unbroken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστων — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθραυστα — ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)