-
1 άθραυστος
[атрафстос] εκ. небыощийся.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθραυστος
-
2 небьющийся
άθραυστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > небьющийся
-
3 триплекс
(стекло) η άθραυστος ύαλος (με ενδιάμεση πολυβυνιλική διαφανή στρώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триплекс
-
4 небьющийся
небьющийсяприл ἀθραυστος. -
5 небьющийся
[νιμπ'γιούστσιϊσα] επ. άθραυστος -
6 небьющийся
[νιμπ'γιούστσιϊσα] επ άθραυστος -
7 небьющийся
-аяся, -еесяεπ.άθραυστος.
См. также в других словарях:
ἄθραυστος — unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθραυστος — η, ο (Α ἄθραυστος, ον) 1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος 2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + θραυστός < θραύω] … Dictionary of Greek
άθραυστος — η, ο αυτός που δεν έσπασε ή δε σπάζει: Στα ρολόγια βάζουν κάλυμμα από ειδικό άθραυστο γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθραυστότατον — ἄθραυστος unbroken masc acc superl sg ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστως — ἄθραυστος unbroken adverbial ἄθραυστος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθραυστον — ἄθραυστος unbroken masc/fem acc sg ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστοις — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστου — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστους — ἄθραυστος unbroken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθραύστων — ἄθραυστος unbroken masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθραυστα — ἄθραυστος unbroken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)