Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άθλια

  • 1 άθλια

    [атлиа] εκίρ. скверно,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άθλια

  • 2 бедственный

    бедств||енный
    прил ὁλέθριος, καταστρεπτικός:
    \бедственныйенное положение ἡ δεινή (ἀθλία) κατάσταση, ἡ μιζέρια.

    Русско-новогреческий словарь > бедственный

  • 3 убогий

    убо́||гий
    1. прил прям., перен φτωχός, ἀθλιος, μίζερος, πενιχρός:
    \убогийгое жилище ἡ ἀθλια κατοικία· \убогийгое воображение ἡ φτωχή φαντασία·
    2. прил (увечный) σακάτικος, μισερός·
    3. м (калека) ὁ σακάτης.

    Русско-новогреческий словарь > убогий

  • 4 убожество

    убо́||жество
    с прям., перен ἡ φτώχεια, ἡ μιζέρια, ἡ πενιχρότητα [-ης]/ ἡ ἀθλιότητα, ἡ ἄθλια ὅψη (убогий вид).

    Русско-новогреческий словарь > убожество

  • 5 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 6 влачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.μ.
    1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•

    влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•

    влачить оковы σέρνω τα δεσμά•

    влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.

    2. ζω, διαβιώ•

    влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.

    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•

    часы -атся οι ώρες περνούν.

    Большой русско-греческий словарь > влачить

  • 7 жалко

    επίρ, ελεεινά, οικτρά, άθλια κλπ. επ. || ως κατηγ. είναι κρίμα•

    жалко смотреть на него είναι κρίμα να τον βλέπεις, είναι αξιολύπητος•

    мне его очень жалко λυπάμαι πολύ γι αυτόν•

    жалко если дело не удастся είναι κρίμα αν δεν πετύχει η υπόθεση.

    || δυστυχώς.

    Большой русско-греческий словарь > жалко

  • 8 корыто

    ουδ.
    1. σκάφη, σκαφίδι (πλυσίματος, ζυμώματος κλπ.)• кормовое корыто η φάτνη.
    2. παλιόβαρκα, σαράβαλο.
    εκφρ.
    оказаться у разбитого -а ή вернуться к разбитому -у – ξεπέφτω, χάνω τα μεγαλεία, γυρίζω πάλι στην ψάθα (στην προηγούμενη άθλια ζωή).

    Большой русско-греческий словарь > корыто

  • 9 нищенский

    επ.
    1. ελεεινός, άθλιος•

    -ое существование άθλια ζωή.

    2. μηδαμινός, τιποτένιος, ελεεινός, πενιχρός•

    -ая плата πενιχρός μισθός.

    || πάμπτωχος.

    Большой русско-греческий словарь > нищенский

  • 10 плачевный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. θρηνητικός, θρηνώδης, θρηνερός κλαψάρικος θλιβερός θλιμμένος.
    2. άθλιος, ελεεινός, αξιοθρήνητος• δυστυχής, ταλαίπωρος•

    в -ом состоянии σε άθλια κατάσταση (για κλάψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > плачевный

  • 11 убогий

    επ., βρ: убог, -а, -о
    σακάτης, -ικος ανάπηρος•

    убогий человек σακάτης άνθρωπος-убогийая старушка σακάτικη γριούλα.

    || φτωχός, πένης, ενδεής, φουκαριάρης. || ελεεινός, άθλιος, μίζερος, ευτελής, πεν ιχρός, φτωχικός•

    убогий дом φτωχόσπιτο•

    -ое жилище ελεεινή, (άθλια) κατοικία.

    || μτφ. μηδαμινός, πενιχρός, γλίσχρος•

    -ое воображение πενιχρή φαντασία•

    -ая жизнь πενιχρή και άχαρη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > убогий

  • 12 убожество

    ουδ.
    1. αναπηρία, σακατιλίκι• κακοπλασία, κακοφυία.
    2. ένδεια, φτώχεια, ανέχεια, πεν ία.
    3. άθλια (ελεεινή) όψη, ασχήμια.
    4. μτφ. πενιχρότητα, γλισχρότητα•

    мысли и чувств πενιχρότητα σκέψης και αισθημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > убожество

См. также в других словарях:

  • ἀθλία — ἀθλίᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc/acc dual ἀθλίᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁθλία — ἀθλίᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc/acc dual ἀθλίᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλίᾳ — ἀθλίᾱͅ , ἄθλιος winning the prize fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθλια — ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc pl ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλίας — ἀθλίᾱς , ἄθλιος winning the prize fem acc pl ἀθλίᾱς , ἄθλιος winning the prize fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθλι' — ἄθλια , ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc pl ἄθλια , ἄθλιος winning the prize neut nom/voc/acc pl ἄθλιε , ἄθλιος winning the prize masc voc sg ἄθλιε , ἄθλιος winning the prize masc/fem voc sg ἄθλιαι , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλίαι — ἀθλίᾱͅ , ἄθλιος winning the prize fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλίαν — ἀθλίᾱν , ἄθλιος winning the prize fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοζωία — η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα) το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή αρχ. (ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο ζωία] …   Dictionary of Greek

  • κακοζωίζω — 1. ζω άθλια ζωή, είτε από φτώχεια είτε από άλλες περιστάσεις, κακοζώ* 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοζωισμένος, ή, ο αυτός που ζει ή έχει ζήσει άθλια και φτωχά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωίζω (< ζωή)] …   Dictionary of Greek

  • μοναθλία — μοναθλία, ἡ (Μ) μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αθλία (< αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ αθλία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»