-
1 autorisation
άδεια -
2 permis
άδεια -
3 permission
άδεια -
4 dovolení
άδεια -
5 dovolenka
άδεια -
6 povolenka
άδεια -
7 svolení
άδεια -
8 furlough
άδεια -
9 permission
άδεια -
10 pozwolenie
άδεια -
11 przepustka
άδεια -
12 zezwolenie
άδεια -
13 icazetname
άδεια, άδεια εξασκήσεως -
14 icazet
άδεια, πικύρωση, δίπλωμα -
15 izin
άδεια, εξουσιοδότηση απουσία, παραχώρηση -
16 lisans
άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, (sporcu) δελτίο -
17 müşade
άδεια, οκέι, παραχώρηση -
18 ruhsat
άδεια λειτουργίας -
19 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
20 отпуск
отпуск м η άδεια; оплачиваемый \отпуск η άδεια με πλήρεις αποδοχές· декретный \отпуск η άδεια τοκετού* * *мη άδειαопла́чиваемый о́тпуск — η άδεια με πλήρεις αποδοχές
декре́тный о́тпуск — η άδεια τοκετού
См. также в других словарях:
ἀδεία — ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείᾳ — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεια — freedom from fear fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
άδεια — η 1. συγκατάθεση που δίνεται σε κάποιον για κάτι: Έχεις την άδεια να έρχεσαι όποτε θέλεις στο σπίτι μου. 2. δικαίωμα που δίνεται από κάποια αρχή για οποιοδήποτε σκοπό: Είναι ξένος, αλλά πήρε άδεια εργασίας στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁδεῖα — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδείᾳ — ἁ̱δείᾱͅ , ἡδύς pleasant fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… … Dictionary of Greek
ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείαι — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)