-
1 άγνωστος
[агностос] εκ. / ουσ. неизвестный, незнакомый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άγνωστος
-
2 неизвестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. άγνωστος•неизвестный человек άγνωστος άνθρωπος•
неизвестный остров άγνωστο νησί.
2. αφανής, άσημος•неизвестный поэт άγνωστος ποιητής.
3. ουσ. άγνωστος.4. ουσ. ουδ. -ое (μαθ.) ο άγνωστος•уравнение с одним -ым εξίσωση με ένα άγνωστο.
-
3 неизвестный
неизвестный1. прил ἄγνωστος:по \неизвестныйой причине γιά ἀγνωστους λόγους, ἀπό ἄγνωστη αίτία·2. прил (не пользующийся известностью) ἄγνωστος, ἀφανής:\неизвестныйый художник ἄγνωστος ζωγράφος· 3, м ὁ ἄγνωστος. -
4 незнакомый
επ., βρ: -ком, -а, -оάγνωστος• μη γνώριμος•незнакомый почерк άγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ые места άγνωστα μέρη•
человек άγνωστος άνθρωπος•
вы -ы с нашей жизнью εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας•
быть -ым είμαι άγνωστος•
я -ом с нею εγώ δε γνωρίζομαι μ αυτήν•
-
5 незнакомый
незнакомый άγνωστος" ξένος (чужой)' мы \незнакомыйы δε γνωριζόμαστε* * *άγνωστος; ξένος ( чужой)мы незнако́мы — δε γνωριζόμαστε
-
6 неизвестный
неизвестный άγνωστος* по \неизвестныйым причинам για αγνώστους λόγους* * *по неизве́стным причи́нам — για αγνώστους λόγους
-
7 незнакомый
незнако́м||ыйприл ἀγνωστος / ξένος (чужой):быть \незнакомыйым с кем-л., с чем-л. δέν γνωρίζω κάποιον, δέν εἶμαι γνωστός μέ κάποιον \незнакомыйый язык ἡ ἄγνωστη γλώσσα· \незнакомыйый человек ὁ ἄγνωστος ἄνθρωπος. -
8 безвестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάγνωστος•безвестный остров άγνωστο νησί.
|| αφανής, άσημος•безвестный герой άγνωστος ήρωας.
-
9 икс
мат. το χ(χι)(в уравнении) о άγνωστος «χ»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > икс
-
10 безвестный
безвестныйприл ἀγνωστος, ἀφανής, ἄσημος. -
11 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας. -
12 искомое
иском||оес мат ὁ ἀγνωστος. -
13 малоизвестный
малоизвестныйприл ἄγνωστος, (ό)-λίγο[ν] γνωστός. -
14 неведомый
неведом||ыйприл ἄγνωστος, ἀσυνήθης, ἀνβξήγητος/ μυστηριώδης (таинственный):\неведомыйая сила ἡ μυστηριώδης (или ἀνεξήγητη) δύναμη. -
15 незнакомец
незнако́м||ецм ὁ ἄγνωστος. -
16 неизведанный
неизведанн||ыйприл ἀγνωστος, ἀγνωρος, ἀδοκίμαστος, ἀνεξιχνίαστος / ἀνεξερεύνητος (неисследованный):\неизведанныйые страны οἱ ἀνεξερεύνητες χῶρες· \неизведанныйое чувство τό ἄγνωστο αίσθημα. -
17 неизвестиое
неизвести||оес мат ὁ ἄγνωστος:уравнение с двумя \неизвестиоеыми ἡ ἐξίσωσις μέ δύο ἀγνωστους. -
18 неизученный
неизученныйприл ἀγνωστος, ἀμελέ-τητος (о вопросе и т. п.) / ἀν(εξ)ερεύνητος (о стране). -
19 неиспытанный
неиспытанныйприл1. (непроверенный) ἀδοκίμαστος, ἀνεξέταστος, ἀδόκιμος·2. (непережитый) ἄγνωρος, ἄγνωστος. -
20 неопознанный
неопознанныйприл ἄγνωστος, ἀνεξακρίβωτος.
См. также в других словарях:
ἄγνωστος — unknown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
ἀγνωστότερον — ἄγνωστος unknown adverbial comp ἄγνωστος unknown masc acc comp sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωστοτέρων — ἄγνωστος unknown fem gen comp pl ἄγνωστος unknown masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνώστως — ἄγνωστος unknown adverbial ἄγνωστος unknown masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνωστον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνωτον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg ἄγνωτος masc/fem acc sg ἄγνωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωστοτάτην — ἄγνωστος unknown fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)