-
1 άγαλμα
[агалма] ουσ. о. статуя, изваяние.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άγαλμα
-
2 статуя
-
3 изваяние
извая||ниес τό γλυπτό, τό ἀγαλμα:как \изваяние ἀκίνητος σάν ἀγαλμα. -
4 фигура
фигураж1. (человека) τό σώμα, ἡ κορμοστασιά, τό παράστημα:у него хорошая \фигура ἔχει καλό παράστημα· стройная \фигура ἡ λυγερή κορμοστασιά·2. перен τό πρόσωπο[ν]:крупная \фигура τό σπουδαίο πρόσωπο· жалкая \фигура τό ἀξιολύπητο πρόσωπο·3. мат, лит. τό σχήμα:геометрическая \фигура τό γεωμετρικό σχήμα· риторическая \фигура τό ρητορικό σχήμα·4. шахм. τό πιόνι, ὁ πεσσός·5. (в спорте, в танцах) ἡ φιγούρα·6. (скульптура) τό ἄγαλμα:мраморная \фигура τό μαρμάρινο ἄγαλμα· ◊ \фигура высшего пилотажа οἱ ἀκροβατικές ἀεροπορικές ἀσκήσεις. -
5 истукан
-а α.1. άγαλμα, είδωλο.2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.εκφρ.стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος). -
6 кумир
-а α.είδωλο, άγαλμα. || παλ. άγαλμα αρχαίο. || μτφ. ίνδαλμα•создить, сотворить себе кумир; возвести в кумир εξιδανικεύω.
-
7 статуя
-
8 статуя
το άγαλμα, (памятник) о ανδριάντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статуя
-
9 табернакль
арх. η εσοχή (με το άγαλμα του αγίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табернакль
-
10 памятник
памятникм τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):\памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον. -
11 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
12 статуя
статуяж τό ἄγαλμα, ὁ ἀνδριάς. -
13 статуя
[στάτουγια/] ουσ. θ. άγαλμα -
14 статуя
[στάτουγια] ουσ θ άγαλμα -
15 бронза
-и θ.1. ορείχαλκος, μπρούζος.2. άγαλμα ορειχάλκινο. -
16 гипсовый
επ.γυψωτός, γυψούχος•-не почвы γυψωτά εδάφη.
|| γύψινος•-ая повязка γύψινος επίδεσμος•
-ая статуя γύψινο άγαλμα•
гипсовый слепок γύψινο εκμαγείο.
-
17 изваяние
-я ουδ.άγαλμα γλυπτικό έργο. -
18 колосс
-а α.1. άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων•колосс родосский ο κολοσσός της Ρόδου.
2. (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος•колосс мысли κολοσσός της σκέψης•
колосс науки κολοσσός της επιστήμης.
εκφρ.колосс на глиняных ногах – κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρροπος). -
19 маска
-и θ.1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•
под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.
|| άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.3. προφυλακτικό μέσο•противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•
фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.
4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•
сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).
-
20 мраморный
επ.μαρμάρινος•-ая статуя μαρμάρινο άγαλμα.
|| μαρμαροειδής•-ая бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα.
|| άσπρος σαν μάρμαρο•-ая шея κατάλευκος (χιονόλευκος) λαιμός•
женщина с -ой шеей γυναίκα μαρ-μαρτράχηλη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄγαλμα — glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
άγαλμα — το, ατος γλυπτό ομοίωμα Θεού, ανθρώπου ή ζώου: Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασι — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασιν — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)