Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

Φυλάκη

  • 1 prison

    φυλακή

    Dictionnaire Français-Grec > prison

  • 2 věznice

    φυλακή

    Česká-řecký slovník > věznice

  • 3 jail

    φυλακή

    English-Greek new dictionary > jail

  • 4 więzienie

    φυλακή

    Słownik polsko-grecki > więzienie

  • 5 hapis

    φυλακή, χάψη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hapis

  • 6 hapishane

    φυλακή, δεσμωτήριο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hapishane

  • 7 kodes

    φυλακή, στενή, ψειρού

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kodes

  • 8 mahpus

    φυλακή, στενή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mahpus

  • 9 тюрьма

    -ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмам
    θ.
    1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•

    заключить в -у κλείνω στη φυλακή•

    каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•

    бросить в -ρίχνω στη φυλακή•

    сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.

    2. μτφ. κόλαση•

    царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.

    Большой русско-греческий словарь > тюрьма

  • 10 Guard

    v. trans.
    P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, διαφυλάσσειν, περιστέλλειν, V. ἐκφυλάσσειν, ῥεσθαι, Ar. and P. τηρεῖν.
    Defend: P. and V. μύνειν (dat.).
    Champion: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.), V. περστατεῖν ( gen).
    Guard a place ( as a tutelary deity does): Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.), P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.). Easy to guard, adj.: P. and V. εὐφύλακτος.
    Watch: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, Ar. and P. τηρεῖν.
    Save: P. and V. σώζειν, ἐκσώζειν, διασώζειν.
    Join in guarding: P. συμφυλάσσειν (absol.).
    Guard against: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).
    Hard to guard against, adj.: V. δυσφύλακτος.
    ——————
    subs.
    One who guards: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ (Plat. but rare P.), V. φρούρημα, τό.
    Body of guards, garrison: P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό, V. φρούρημα, τό, Ar. and P. φυλακή, ἡ.
    Warder, porter: P. and V. θυρωρός, ὁ or ἡ (Plat.), V. πυλωρός, ὁ or ἡ; see Warder.
    Champion: P. and V. προσττης, ὁ.
    Body-guard: P. and V. δορύφοροι, οἱ.
    Advance-guard: P. προφυλακή, ἡ, οἱ προφύλακες.
    Rear-guard: P. οἱ ὀπισθοφύλακες (Xen.).
    Be the rear-guard: P. ὀπισθοφυλακεῖν (Xen.).
    Act of guarding: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, τήρησις, ἡ (Eur., frag.), V. φρούρημα, τό. Be on one's guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, φρουρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, Ar. and P. τηρεῖν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961).
    Be on guard ( in a place), v.: P. ἐμφρουρεῖν (absol.).
    (I see) a sword keeping guard over my daughter's neck: V. (ὁρῶ) ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).
    Off one's guard, adj.: P. and V. φύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπαράσκευος, ἀπροσδόκητος.
    Put on one's guard, warn, v.: P. and V. νουθετεῖν; see Forewarn.
    Detention under guard: P. φυλακή, ἡ.
    Keep under guard: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν (acc.).
    Put under guard: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.
    Be under guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, Ar. and P. τηρεῖσθαι, P. ἐν φυλακῇ εἶναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guard

  • 11 вахта

    η βάρδι/α
    η φυλακή
    нести (стоять) - у εκτελώ/κάνω -, είμαι της - ας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вахта

  • 12 Ward

    v. trans.
    Defend: P. and V. μύνειν (dat.).
    Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν; see Guard.
    Ward off: P. and V. μύνειν (τί τινι), πέχειν (τί τινος), πείργειν (τι), V. ἀρκεῖν (τί τινι), ρήγειν (τί τινι), Ar. and P. παμνειν (τι).
    To ward off the foeman's spear from the mother who bore him: V. εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ (Æsch., Theb. 416).
    Ward off from oneself: P. and V. μύνεσθαι (acc.), V. ἐξαμύνεσθαι (acc.), λέξεσθαι (acc.) (also Xen. but rare P.).
    Warding off the darts: V. φρουρούμενος βέλεμνα (Eur., And. 1135).
    He held his arms before him and warded off the blows: V. προὔτεινε τεύχη κἀφυλάσσετʼ ἐμβολάς (Eur., And. 1130).
    Avert: P. and V. ποτρέπειν, ποστρέφειν, πωθεῖν; see Avert.
    Repel: P. and V. πελαύνειν, διωθεῖσθαι, πωθεῖν; see Repel.
    ——————
    subs.
    Protection: P. and V. φυλακή, ἡ.
    Confinement: P. φυλακή, ἡ; see Guard.
    Put in ward: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.
    Watch: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, V. φρούρημα, τό; see Watch.
    Division of a town: P. κώμη, ἡ; see Quarter.
    One left without parents: use adj., P. and V. ὄρφανος, ὁ or ἡ.
    Be a ward, v.: use P. ἐπιτροπεύεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ward

  • 13 Watch

    subs.
    Guard: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, τήρησις, ἡ (Eur., frag.), V. φρούρημα, τό.
    Watch by a sick bed: V. προσεδρία, ἡ (Eur., Or. 93).
    One who watches: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ.
    Body of watchers: P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό, V. φρούρημα, τό.
    Division of the night: P. and V. φυλακή, ἡ (Xen. and Eur., Rhes. 765).
    Caution: P. and V. εὐλβεια, ἡ, P. φυλακή, ἡ.
    Scouting: P. and V. κατασκοπή, ἡ.
    Be on the watch: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, Ar. and P. τηρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961); see watch, v.
    I see a sword keeping watch over my daughter's neck: V. ὁρῶ... ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).
    ——————
    v. trans.
    Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, V. ἐκφυλάσσειν, Ar. and P. τηρεῖν.
    Observe carefully: Ar. and P. τηρεῖν, ἐφορᾶν, P. and V. φυλάσσειν, ἐπισκοπεῖν, Ar. and V. ἐποπτεύειν, προσκοπεῖν (or mid.), V. ἐπωπᾶν, Ar. καταφυλάσσειν; see Behold, Observe.
    Dercylus watched him during the night at Pherae: P. Δερκύλος αὐτὸν ἐν Φεραῖς τὴν νύκτα ἐφύλασσε (Dem. 396).
    absol., lie awake: P. ἀγρυπνεῖν, Ar. διαγρυπνεῖν.
    Keep watch: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, Ar. and P. τηρεῖν, ἐπιτηρεῖν, P. διατηρεῖν, παρατηρεῖν.
    Watching to see on which side victory would declare itself: P. περιορώμενοι ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται (Thuc. 4, 73).
    Be on one's guard: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι; see under Guard.
    Keep watch on: P. and V. ἐφορμεῖν (dat.) (Dem. 30).
    Sit and watch: P. and V. προσεδρεύειν (dat.).
    Watching by the hapless dead: V. πρεδρος ἀθλίῳ νεκρῷ (Eur., Or. 83).
    Watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.), προσδοκᾶν (acc.), τηρεῖν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc. also Xen.).
    Lie in wait for: P. and V. ἐφεδρεύειν (dat.); see under wait, subs.
    He watches his opportunity against our city: P. καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν (Dem. 678).
    Watching one's opportunity: V. καιρὸν εὐλαβούμενος (Eur., Or. 699).
    Watch over, v. trans.: P. and V. ἐπισκοπεῖν (acc.), προστατεῖν (gen.), Ar. and V. ἐποπτεύειν (acc.); see Protect, Superintend.
    Watch over ( of tutelary deities): P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.), Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.).
    Tend (flocks, etc.): see Tend.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Watch

  • 14 брандвахта

    1. (пост) η φυλακή/ο φύλακας της πυρόσβεσης 2. (судно) η φυλακή, το πλοίο που παραμένει προς φρούρηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брандвахта

  • 15 тюрьма

    тюрьма ж η φυλακή
    * * *
    ж
    η φυλακή

    Русско-греческий словарь > тюрьма

  • 16 тюрьма

    тюрьм||а
    ж ἡ φυλακή:
    заключить в \тюрьмау́ φυλακίζω· освободить из \тюрьмаы ἀποφυλακίζω, βγάζω ἀπό τήν φυλακή.

    Русско-новогреческий словарь > тюрьма

  • 17 заточение

    ουδ.
    παλ. κλείσιμο στη φυλακή, μοναστήρι κ.τ.τ.
    χρόνος παραμονής στη φυλακή ή εξορία.

    Большой русско-греческий словарь > заточение

  • 18 решётка

    θ.
    1. κιγκλίδωμα σταυρωτό ή χιαστί.
    2. φράχτης με ράβδους, βέργες.
    3. σχάρα.
    4. διακόσμιση με τετράγωνίδια ή ρόμβους.
    5. (για νόμισμα)• τα γράμματα (η μια όψη)•

    орёл или -? κορώνα (αετός) ή γράμματα;

    εκφρ.
    за -у посадить – βάζω στη φυλακή (πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα)•
    за -у сидеть, оказаться – κάθομαι, βρίσκομαι στη φυλακή.

    Большой русско-греческий словарь > решётка

  • 19 томить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•

    томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•

    томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•

    бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.

    2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).
    3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•

    томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.

    1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.
    2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).
    3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томить

  • 20 Bondage

    subs.
    Imprisonment: P. and V. δεσμά, τά, δεσμοί, οἱ, φυλακή, ἡ.
    Hold in bondage: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν.
    Slavery: P. and V. δουλεία, ἡ, V. τὸ δοῦλον.
    Sold into bondage, adj.: V. πρατός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bondage

См. также в других словарях:

  • φυλακή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκῃ — Φυλάκη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — η 1. η φυλάκιση (βλ. λ.): Τον τιμώρησε ο λοχαγός με τρεις μέρες φυλακή. 2. δημόσιο κτίριο, όπου φυλάγονται οι υπόδικοι ή οι κατάδικοι, δεσμωτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλακῇ — φυλακῆι , φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακῆ — φυλακεύς watching masc nom/voc/acc dual φυλακεύς watching masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκαι — Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖς — φυλακή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖσι — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακαῖσιν — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»