-
1 prison
φυλακή -
2 věznice
φυλακή -
3 jail
φυλακή -
4 więzienie
φυλακή -
5 hapis
φυλακή, χάψη -
6 hapishane
φυλακή, δεσμωτήριο -
7 kodes
φυλακή, στενή, ψειρού -
8 mahpus
φυλακή, στενή -
9 тюрьма
-ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмамθ.1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•заключить в -у κλείνω στη φυλακή•
каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•
бросить в -ρίχνω στη φυλακή•
сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.
2. μτφ. κόλαση•царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.
-
10 Guard
v. trans.P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, διαφυλάσσειν, περιστέλλειν, V. ἐκφυλάσσειν, ῥύεσθαι, Ar. and P. τηρεῖν.Defend: P. and V. ἀμύνειν (dat.).Guard a place ( as a tutelary deity does): Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.), P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.). Easy to guard, adj.: P. and V. εὐφύλακτος.Save: P. and V. σώζειν, ἐκσώζειν, διασώζειν.Join in guarding: P. συμφυλάσσειν (absol.).Guard against: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).Hard to guard against, adj.: V. δυσφύλακτος.——————subs.One who guards: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ (Plat. but rare P.), V. φρούρημα, τό.Champion: P. and V. προστάτης, ὁ.Body-guard: P. and V. δορύφοροι, οἱ.Advance-guard: P. προφυλακή, ἡ, οἱ προφύλακες.Rear-guard: P. οἱ ὀπισθοφύλακες (Xen.).Be the rear-guard: P. ὀπισθοφυλακεῖν (Xen.).Act of guarding: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, τήρησις, ἡ (Eur., frag.), V. φρούρημα, τό. Be on one's guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, φρουρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, Ar. and P. τηρεῖν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961).Be on guard ( in a place), v.: P. ἐμφρουρεῖν (absol.).(I see) a sword keeping guard over my daughter's neck: V. (ὁρῶ) ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).Detention under guard: P. φυλακή, ἡ.Keep under guard: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν (acc.).Put under guard: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guard
-
11 вахта
η βάρδι/αη φυλακήнести (стоять) - у εκτελώ/κάνω -, είμαι της - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вахта
-
12 Ward
v. trans.Defend: P. and V. ἀμύνειν (dat.).Ward off: P. and V. ἀμύνειν (τί τινι), ἀπέχειν (τί τινος), ἀπείργειν (τι), V. ἀρκεῖν (τί τινι), ἀρήγειν (τί τινι), Ar. and P. ἀπαμύνειν (τι).To ward off the foeman's spear from the mother who bore him: V. εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ (Æsch., Theb. 416).Ward off from oneself: P. and V. ἀμύνεσθαι (acc.), V. ἐξαμύνεσθαι (acc.), ἀλέξεσθαι (acc.) (also Xen. but rare P.).Warding off the darts: V. φρουρούμενος βέλεμνα (Eur., And. 1135).He held his arms before him and warded off the blows: V. προὔτεινε τεύχη κἀφυλάσσετʼ ἐμβολάς (Eur., And. 1130).——————subs.Confinement: P. φυλακή, ἡ; see Guard.Put in ward: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.Division of a town: P. κώμη, ἡ; see Quarter.One left without parents: use adj., P. and V. ὄρφανος, ὁ or ἡ.Be a ward, v.: use P. ἐπιτροπεύεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ward
-
13 Watch
subs.Watch by a sick bed: V. προσεδρία, ἡ (Eur., Or. 93).One who watches: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ.Body of watchers: P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό, V. φρούρημα, τό.Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ, P. φυλακή, ἡ.Scouting: P. and V. κατασκοπή, ἡ.Be on the watch: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, Ar. and P. τηρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961); see watch, v.I see a sword keeping watch over my daughter's neck: V. ὁρῶ... ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).——————v. trans.Observe carefully: Ar. and P. τηρεῖν, ἐφορᾶν, P. and V. φυλάσσειν, ἐπισκοπεῖν, Ar. and V. ἐποπτεύειν, προσκοπεῖν (or mid.), V. ἐπωπᾶν, Ar. καταφυλάσσειν; see Behold, Observe.Dercylus watched him during the night at Pherae: P. Δερκύλος αὐτὸν ἐν Φεραῖς τὴν νύκτα ἐφύλασσε (Dem. 396).absol., lie awake: P. ἀγρυπνεῖν, Ar. διαγρυπνεῖν.Watching to see on which side victory would declare itself: P. περιορώμενοι ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται (Thuc. 4, 73).Keep watch on: P. and V. ἐφορμεῖν (dat.) (Dem. 30).Sit and watch: P. and V. προσεδρεύειν (dat.).Watching by the hapless dead: V. πάρεδρος ἀθλίῳ νεκρῷ (Eur., Or. 83).Watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.), προσδοκᾶν (acc.), τηρεῖν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc. also Xen.).He watches his opportunity against our city: P. καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν (Dem. 678).Watching one's opportunity: V. καιρὸν εὐλαβούμενος (Eur., Or. 699).Watch over, v. trans.: P. and V. ἐπισκοπεῖν (acc.), προστατεῖν (gen.), Ar. and V. ἐποπτεύειν (acc.); see Protect, Superintend.Watch over ( of tutelary deities): P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.), Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Watch
-
14 брандвахта
1. (пост) η φυλακή/ο φύλακας της πυρόσβεσης 2. (судно) η φυλακή, το πλοίο που παραμένει προς φρούρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брандвахта
-
15 тюрьма
-
16 тюрьма
тюрьм||аж ἡ φυλακή:заключить в \тюрьмау́ φυλακίζω· освободить из \тюрьмаы ἀποφυλακίζω, βγάζω ἀπό τήν φυλακή. -
17 заточение
-я ουδ.παλ. κλείσιμο στη φυλακή, μοναστήρι κ.τ.τ.χρόνος παραμονής στη φυλακή ή εξορία. -
18 решётка
-и θ.1. κιγκλίδωμα σταυρωτό ή χιαστί.2. φράχτης με ράβδους, βέργες.3. σχάρα.4. διακόσμιση με τετράγωνίδια ή ρόμβους.5. (για νόμισμα)• τα γράμματα (η μια όψη)•орёл или -? κορώνα (αετός) ή γράμματα;
εκφρ.за -у посадить – βάζω στη φυλακή (πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα)•за -у сидеть, оказаться – κάθομαι, βρίσκομαι στη φυλακή. -
19 томить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.δ.μ.1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•
томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•
бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.
2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.
1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες. -
20 Bondage
subs.Hold in bondage: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν.Slavery: P. and V. δουλεία, ἡ, V. τὸ δοῦλον.Sold into bondage, adj.: V. πρατός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bondage
См. также в других словарях:
φυλακή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκῃ — Φυλάκη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
φυλακή — η 1. η φυλάκιση (βλ. λ.): Τον τιμώρησε ο λοχαγός με τρεις μέρες φυλακή. 2. δημόσιο κτίριο, όπου φυλάγονται οι υπόδικοι ή οι κατάδικοι, δεσμωτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακῇ — φυλακῆι , φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακῆ — φυλακεύς watching masc nom/voc/acc dual φυλακεύς watching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκαι — Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακαῖς — φυλακή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακαῖσι — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακαῖσιν — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)