-
1 philosophy
φιλοσοφία -
2 philosophy
[fi'losəfi]plural - philosophies; noun1) (the search for knowledge and truth, especially about the nature of man and his behaviour and beliefs: moral philosophy.) φιλοσοφία2) (a particular system of philosophical theories: I have a very simple philosophy (=attitude to life) - enjoy life!) φιλοσοφία•- philosophical
- philosophic
- philosophically
- philosophize
- philosophise -
3 Metaphysics
subs.P, ἡ θεολογική (Arist.), ἡ πρώτη φιλοσοφία (Arist.).Philosophy: P. φιλοσοφία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Metaphysics
-
4 Philosophy
subs.P. φιλοσοφία, ἡ.Wisdom: P. and V. σοφία, ἡ, τὸ σοφόν.Impassivity: Ar. and P. ἡσυχία.Bear a thing with philosophy: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Leaving to others these subtle problems of philosophy: V. ἄλλοις τὰ κομψὰ ταῦτʼ ἀφεὶς σοφίσματα (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Philosophy
-
5 Wisdom
subs.P. and V. σοφία, ἡ, τὸ σοφόν.Good sense: P. and V. φρόνησις, ἡ, γνώμη, ἡ, νοῦς, ὁ, εὐβουλία, ἡ, τὸ σῶφρον, τὸ σωφρονεῖν, σύνεσις, ἡ. Ar. and P. σωφροσύνη, ἡ.Expediency: P. and V. τὸ συμφέρον.Love wisdom, v.: P. φιλοσοφεῖν.Love of wisdom, subs.: P. φιλοσοφία, ἡ.Loving wisdom, adj.: P. φιλόσοφος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wisdom
См. также в других словарях:
φιλοσοφία — φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc/acc dual φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφίᾳ — φιλοσοφίαι , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Πρώτη φιλοσοφία — (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… … Dictionary of Greek
φιλοσοφίας — φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem acc pl φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαι — φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαν — φιλοσοφίᾱν , φιλοσοφία love of knowledge fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)