-
1 Pisa
Πῖσα, ἡ.People of Pisa: Πισᾶται, οἱ.Of Pisa, fem. adj.: Πισᾶτις, -ιδος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pisa
-
2 обратно
обратн||онареч1. (назад) πίσω, προς τά (ό)πίσω:\обратно идти, ехать πηγαίνω (или γυρίζω) (ό)πίσα>, ἐπιστρέφω· давать \обратно δίνω πίσω, ἐπιστρέφω· брать \обратно παίρνω πίσω· туда и \обратно νά πᾶς καί νάρθεις· билет туда́ и \обратно είσιτήριο μέ ἐπιστροφή·2. (противоположно, наоборот) ἀντίστροφα, ἀντιστρόφως:\обратно пропорциональный мат ἀντιστρόφως ἀνάλογος· \обратно действующий ἀναδρομικός.
См. также в других словарях:
πίσα — πίσᾱ , πίσα fem nom/voc/acc dual πίσᾱ , πίσα fem nom/voc sg (doric aeolic) πίσον pease neut nom/voc/acc pl πί̱σᾱ , πῖσος meadows neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῖσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
Πίσα — Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc/acc dual Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc/acc dual Πί̱σᾱ , Πῖσα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσᾳ — πίσαι , πίσα fem nom/voc pl πίσᾱͅ , πίσα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίσᾳ — Πί̱σᾱͅ , Πῖσα fem dat sg (doric aeolic) Πί̱σᾱͅ , Πῖσα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
πῖσα — πιπίσκω give to drink aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῖσ' — Πῖσα , Πῖσα fem nom/voc sg Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl Πῖσαι , Πῖσα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσας — πίσᾱς , πίσα fem acc pl πίσᾱς , πίσα fem gen sg (doric aeolic) πί̱σᾱς , πιπίσκω give to drink aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσαι — πίσα fem nom/voc pl πίσᾱͅ , πίσα fem dat sg (doric aeolic) πί̱σαῑ , πιπίσκω give to drink aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)