-
1 city
πόλη -
2 town
πόλη -
3 city
['siti]plural - cities; noun1) (a very large town.) πόλη2) (a town, usually with a cathedral, granted special rights.) κωμόπολη -
4 town
1) (a group of houses, shops, schools etc, that is bigger than a village but smaller than a city: I'm going into town to buy a dress; He's in town doing some shopping.) πόλη, κωμόπολη2) (the people who live in such a group of houses etc: The whole town turned out to greet the heroes.) πληθυσμός πόλης3) (towns in general as opposed to the countryside: Do you live in the country or the town?) αστική περιοχή•- town hall
- townsfolk
- townspeople
- go to town
См. также в других словарях:
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
πόλη — η 1. οικισμός μεγαλύτερος από την κωμόπολη. 2. ως κύρ. όν., Πόλη η Κωνσταντινούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek
Πόλη — Πόλις city fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — πόλις city fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) πολέω go about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολέω go about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλῃ — Πόληι , Πόλις city fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλῃ — πόληι , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεξικού, Πόλη του- — (Ciudad de Mexico). Πόλη (8.591.309 κάτ. το 2000) του Μεξικού, πρωτεύουσα του Ομοσπονδιακού Διαμερίσματος (1.499 τ. χλμ., 8.605.239 κάτ.) και της χώρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα μιας εκτεταμένης πεδινής ζώνης που ονομάζεται κοιλάδα του Μεξικού.… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα, πόλη — (Guatemala City). Πρωτεύουσα (1.090.310 κάτ. το 2002) του κράτους της Γουατεμάλας. Ιδρύθηκε το 1776, τρία χρόνια μετά την καταστροφή της παλιάς πρωτεύουσας Αντίγκουα από σεισμό. Το 1902, η νέα πρωτεύουσα ισοπεδώθηκε από έναν καινούργιο σεισμό και … Dictionary of Greek
Ακρωτηρίου, Πόλη — Βλ. λ. Κέιπ Τάουν … Dictionary of Greek