-
1 παρουσία
[парусиа] ουσ. θ. присутствие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρουσία
-
2 присутствие
присутствие с η παρουσία·в \присутствиеи... με την παρουσία...* * *сη παρουσίαв прису́тствии… — με την παρουσία…
-
3 присутствие
-я ουδ.1. η παρουσία•он честил его своим -ем αυτός τον τίμησε με την παρουσία του•
в -и με παρουσία•
в мом -и με παρουσία μου, μπροστά σε μένα.
|| ύπαρξη.2. παλ. υπηρεσία, εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων σε ιδρύματα•присутствие началось ещё с утра η υπηρεσία άρχισε ακόμα από το πρωί•
сегодня в канцелярии -я нет σήμερα τα γραφεία δεν εργάζονται (αργούν).
3. παλ. κρατικό ίδρυμα.εκφρ.присутствие духа – ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, αυτοεπιβολή, αυτοκράτεια. -
4 глаз
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.2. όραση•он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).
|| μτφ. επίβλεψη•у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.
3. μάτιασμα, μάτι.εκφρ.в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•-а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•- а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•- а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•в -а сказать ή назвать – κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•на -а показывается ή попадает(ся) – κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•между глаз – απαρατήρητα•закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•- а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•у страха -а велики – παρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. -
5 посещаемость
1. (количество) η παρουσία, о αριθμός επισκεπτών/επισκέψεων 2. (напр. в вузе, на семинарах) η παρουσία, η παρακολούθηση (π.χ. στα μαθήματα, στο Πανεπιστήμιο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посещаемость
-
6 явка
явка ж (присутствие) η παρουσία; \явка на суд η προσέλευση στο δικαστήριο* * *ж( присутствие) η παρουσίαя́вка на суд — η προσέλευση στο δικαστήριο
-
7 присутствие
прису́тств||иес1. ἡ παρουσία:в \присутствиеии кого-л. ἐπί παρουσία κάποιου·2. (учреждение) уст. τό γραφεῖο[ν], ἡ ὑπηρεσία· ◊ \присутствие ду́ха ἡ ψυχραιμία, ἡ ἐτοιμότητα. -
8 явка
явкаж1. (действие) ἡ ἐμφάνιση [-ις],. ἡ παρουσία/ ἡ προσέλευση (в суд):\явка всех обязательна ἡ παρουσία ὅλων εἶναι ὑποχρεωτική·2. (место конспиративных встреч) ἡ γιάφκα, τό παράνομο στέκι. -
9 пришествие
-я ουδ. (γραπ. λόγος)1 άφιξη, ερχομός, προσέλευση• παρουσία.εκφρ.второе пришествие – (κυρλξ. κ. μτφ.) η δεύτερη παρουσία. -
10 явка
-и θ.1. εμφάνιση, η παρουσία, ερχομός, προσέλευση, άφιξη•явка обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική•
явка на суд η εμφάνιση στο δικαστήριο.
2. γιάφκα, μέρος συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης.3. παλ. ανακοίνωση αναφορά•явка о побеге преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία•
явка о краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή.
-
11 задымленность
η παρουσία κάπνας, η περιεκτικότητα σε κάπνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задымленность
-
12 появление
1. (зрительное восприятие) η παρουσία, η εμφάνιση 2. (возникновение) η εμφάνιση, η ανάδυση 3. (событие, случай) το συμβάν, το γεγονός 4. (чего-л. в результате открытия, изобретения) η ανακάλυψη, η ανάδυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > появление
-
13 присутствие
1. (личное пребывание) η παρουσία 2. (наличие чего-л. в чём-л., где-л.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присутствие
-
14 явление
1. (проявление или выявление сущности, процесса и т.п.) το φαινόμεν/ο, το περιστατικό, το συμβάν 2. (появление) η εμφάνηση, η παρουσία, η προσέλευση 3. театр. η σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > явление
-
15 наличие
нали́ч||иес ἡ παρουσία, ἡ ὕπαρξη [-ις]:быть в \наличиеии ὑπάρχω· при \наличиеии ἄν ὑπάρχει· при \наличиеии денег ἀν ὑπάρχουν χρήματα -
16 почтить
почтитьсов τιμώ:\почтить кого-л. своим присутствием τιμώ κάποιον μέ τήν παρουσία μου· \почтить чыо-л. память вставанием τιμώ τήν μνήμη κάποιου μέ ἐνός λεπτοῦ σιγή. -
17 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως... -
18 требоваться
требовать||сяχρειάζομαι, ἀπαιτοῦμαι, εἶμαι ἀπαραίτητος:для этого требуется ваше прису́тствие γιά νά γίνει αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία σας· требуется комната εἶναι ἀπαραίτητο ἕνα δωμάτιο. -
19 тяготиться
тягот||и́ться(чем-л.), στενοχωριέμαι, ὑποφέρω ἀπό, μέ ἐνοχλεί:\тяготитьсяи́ться одиночеством ὑποφέρω ἀπό τήν μοναξιά· я начинаю \тяготитьсяи́ться прису́т-ствием этого человека ἀρχίζει νά μ· ἐνοχλεί ἡ παρουσία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπου. -
20 наличие
[ναλίτσιιε] ουσ. ο. παρουσία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρουσία — παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc/acc dual παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρουσία — (parusia) (греч.) присутствие. Наличие идей в вещах (Платон). Второе пришествие Христа. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… … Dictionary of Greek
παρουσίᾳ — παρουσίαι , παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσία — η 1. αυτοπρόσωπη εμφάνιση, το να είναι κανείς παρών: Η παρουσία του δασκάλου στην τάξη επιδρά κατασταλτικά στις παρορμήσεις των παιδιών. 2. ο ερχομός, η προσέλευση: Δευτέρα Παρουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
παρουσίας — παρουσίᾱς , παρουσία presence fem acc pl παρουσίᾱς , παρουσία presence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαι — παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάσας — παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem acc pl (doric) παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem gen sg (doric) παρουσιάσᾱς , παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαν — παρουσίᾱν , παρουσία presence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek