Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
Πανιασταί
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
πανιασταί — οι, Α ιερός σύλλογος στη Ρόδο και την Πέργαμο, τον οποίο αποτελούσαν λάτρεις τού θεού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν + κατάλ. ιαστής (πρβλ. Απολλων ιασταί, Ασκλαπ ιασταί)] … Dictionary of Greek
Πανιστής — Πανιστής, ὁ, (Α) λάτρης τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού Πανιασταί*] … Dictionary of Greek