Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
Οὔλιος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
οὔλιος — baleful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούλιος — (I) οὔλιος, ία, ον (Α) 1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία προσωνυμία τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε… … Dictionary of Greek
οὔλιον — οὔλιος baleful masc acc sg οὔλιος baleful neut nom/voc/acc sg οὐλέω imperf ind act 3rd pl (doric) οὐλέω imperf ind act 1st sg (doric) οὐλέω imperf ind act 3rd pl (doric) οὐλέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλίαις — οὔλιος baleful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλίης — οὔλιος baleful fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλίου — οὔλιος baleful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλίῳ — οὔλιος baleful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλια — οὔλιος baleful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλιε — οὔλιος baleful masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλιοι — οὔλιος baleful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλιος — ὄλιος, ὁ (Α) (ως κύριο όν. Οὔλιος, προσωνυμία τού Απόλλωνος) βλ. ούλιος … Dictionary of Greek