Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

Νέμεα

См. также в других словарях:

  • Νεμέα — Νεμέᾱ , Νέμειος wooded district fem nom/voc/acc dual (doric) Νεμέᾱ , Νέμειος wooded district fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Νεμέᾱ , Νεμέα wooded district fem nom/voc/acc dual Νεμέᾱ , Νεμέα wooded district fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεμέᾳ — Νεμέᾱͅ , Νέμειος wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) Νεμέαι , Νεμέα wooded district fem nom/voc pl Νεμέᾱͅ , Νεμέα wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέμεα — wooded district neut nom/voc/acc pl Νέμειος wooded district neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέμεα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… …   Dictionary of Greek

  • Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… …   Dictionary of Greek

  • Νεμέα — Sp Nemėja Ap Νεμέα/Nemea L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νεμέᾳ — νεμέαι , νέμω deal out fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμεα — νέμος wooded pasture neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρχαία Νεμέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 742 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, κοντά στη Νεμέα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας …   Dictionary of Greek

  • Νεμέας — Νεμέᾱς , Νέμειος wooded district fem acc pl (doric) Νεμέᾱς , Νέμειος wooded district fem gen sg (attic doric aeolic) Νεμέᾱς , Νεμέα wooded district fem acc pl Νεμέᾱς , Νεμέα wooded district fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεμέαι — Νεμέᾱͅ , Νέμειος wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) Νεμέα wooded district fem nom/voc pl Νεμέᾱͅ , Νεμέα wooded district fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»