-
1 marathon
μαραθώνιος -
2 maratón
μαραθώνιος -
3 marathon
μαραθώνιος -
4 maraton
μαραθώνιος -
5 марафонский
марафонскийприл ист. μαραθώνιος:\марафонский бег ὁ μαραθώνιος δρόμος. -
6 марафонский
-
7 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες
-
8 марафон
-
9 бег
бегм ὁ δρόμος, τό τρέξιμο:марафонский \бег ὁ Μαραθώνιος δρόμος; эстафетный \бег ἡ σκυταλοδρομία; \бег времени ἡ πορεία τοῦ χρόνου; на \бегу́ τρέχοντας. ◊ в \бегах σέ τρεχάματα. -
10 marathon
['mærəƟən, ]( American[) -Ɵon](a long-distance footrace, usually 42km 195m (26 miles 385 yd): He came third in the marathon; ( also adjective) a marathon race/discussion.) μαραθώνιος -
11 марафонский
[μαραφόνσκιϊ] εκ. μαραθώνιος -
12 марафонский
[μαραφόνσκιϊ] επ μαραθώνιος -
13 бег
-а α.προθτ. о беге, на бегу.1. τρέξιμο.2. δρόμος•марафонский бег μαραθώνιος δρόμος•
бег на сто метров δρόμος εκατό μέτρων•
эстафетный бег σκυταλοδρομία•
бег с препятствиями δρόμος με εμπόδια•
на бегу τρέχοντας.
3. πλθ. -а ιπποδρομίες, κούρσες.4. πλθ. -а, -ов φυγή κρυφή• λιποταξία.εκφρ.бег на месте – (κυρλξ. κ. μτφ.) βήμα σημειωτό•в -ах – στα τρεξίματα, στα τρεχάματα (για υποθέσεις). -
14 Marathon
Μαραθών, -ῶνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marathon
См. также в других словарях:
Μαραθώνιος — overgrown with fennel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραθώνιος — Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα). * * * α, ο (AM μαραθώνιος, ία, ον) [Μαραθώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα II νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια ο κάτοικος τού… … Dictionary of Greek
μαραθώνιος — α, ο 1. ο σχετικός με το Μαραθώνα. 2. μτφ., με μεγάλη διάρκεια: Η απόφαση των ενόρκων βγήκε ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση. 3. «μαραθώνιος δρόμος», αγώνισμα δρόμου αντοχής περίπου 42 χλμ., όση η απόσταση από το Μαραθώνα ως την Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαραθώνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος του Μαραθώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαραθωνίων — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem gen pl Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιον — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc acc sg Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίοις — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίου — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνίῳ — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνια — Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθώνιαι — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)