Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
Μελισσᾶν
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Μελισσᾶν — Μέλισσα madhu lih fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσᾶν — μέλισσα madhu lih fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλισσαν — Μέλισσα madhu lih fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσαν — μέλισσα madhu lih fem acc sg μελίζω dismember aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλιτταν — Μέλισσαν , Μέλισσα madhu lih fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iamos — Dans la mythologie grecque, Iamos (en grec ancien Ἴαμος / Íamos, de ἴον / íon « violette ») est un fils d Apollon et le héros éponyme des Iamides. Son mythe n est connu que par la Sixième Olympique de Pindare[1]. Mythe Sa mère … Wikipédia en Français
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek
τρητός — ή, όν, Α γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν» [πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek
μέλιτταν — μέλισσα madhu lih fem acc sg (attic) μέλιττα madhu lih fem acc sg μέλισσαν , μελίζω dismember aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)