-
1 разъединитель
эл. о αποζεύκτης, о αποζευκτήρας, ο διακόπτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разъединитель
-
2 Knife
subs.Knife for leather work: P. τομεύς, ὁ.Sacrificial knife: V. σφαγίς, ἡ, σφαγεύς, ὁ.War to the knife: P. and V. πόλεμος ἄσπονδος, ὁ, P. πόλεμος ἀκήρυκτος, ὁ.It is not like a wise physician to mutter charms over a wound that needs the knife: V. οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι (Soph., Aj. 581).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knife
-
3 замок
1. (устройство для запирания чего-л.) η κλειδαριάвисячий - κρεμαστή -, το λουκέτο (ξεν)дверной - της θύρας/πόρτας2. (соединение деревянных конструкций) η ένωση (στις ξύλινες κατασκευές)поперечный внакладку - (дер - об.) εγκάρσια -3. арх. (замковый камень) η κλείς του θόλου 4. (в металлических соединениях) η ένωσηбайонетный - τύπου μπαγιονέτ/μάχαιρα/ξιφολόγχηштыковой - см. байонетныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замок
-
4 ракля
текст. η μάχαιρα-χάρακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ракля
-
5 нож
ножм τό μαχαίρι, ἡ μάχαιρα:перочинный \нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαι-ρο· разрезальный \нож (для бумаги) τό χαρτομάχαιρο, ὁ φυλλοκόπος, ὁ χαρτο-κοπτήρ[ας]· кухонный \нож τό σατίρι, ὁ κρεοκόπτης, τό μαχαίρι τῆς κουζίνας· садовый (кривой) \нож τό κλαδευτήρι· сапожный \нож ἡ φαλτσέτα· удар \ножом ἡ μαχαιριά· ◊ приставать с \ножом к горлу разг ἐκβιάζω κάποιον, βάζω κάποιου τό μαχαίρι στό λαιμό· быть на \ножах с кем-л. разг εἶμαι στά μαχαίρια· \ножв спи́ну ἡ μαχαιριά πισώπλατα. -
6 hack
[hæk] 1. verb1) (to cut or chop up roughly: The butcher hacked the beef into large pieces.) πελεκώ,πετσοκόβω2) (to cut (a path etc) roughly: He hacked his way through the jungle; He hacked (out) a path through the jungle.) ανοίγω(δρόμο)με μαχαίρα2. noun1) (a rough cut made in something: He marked the tree by making a few hacks on the trunk.) πελέκημα,εγκοπή2) (a horse, or in the United States, a car, for hire.) ενοικιαζόμενο άλογο ή αυτοκίνητο•- hacker- hacking
- hacksaw -
7 косарь
-
8 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία. -
9 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
10 резак
-а α.1. μάχαιρα, μεγάλο μαχαίρι.2. γλύφανο, γλυφίδα, σμίλη.3. κοπτήρας, μαχαίρι, (το κοφτερό μέρος εργαλείου)•резак плуга η σπάθη ή το μαχαίρι υνίου.
4. χασάπης, σφάχτης.5. καυστήρας, μπεκ. -
11 Brand
subs.Torch: P. and V. λαμπάς, ἡ, V. δαλός, ὁ, πεύκη, ἡ, πύρσος, ὁ, πανός, ὁ (rare Æsch., Ag. 284; Eur., Rhes. 988), λαμπτήρ, ὁ, Ar. and P. δᾷς, ἡ.Small sword: P. and V. μάχαιρα, ἡ.Mark burnt in: P. ἔγκαυμα, τό (Plat.).——————v. trans.Mark the body: Ar. and P. στίζειν.Branded as o runaway: Ar. δραπέτης ἐστιγμένος.A branded slave: Ar.. and P. στιγματίας, ὁ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brand
-
12 Cleaver
subs.Knife: P. and V. μάχαιρα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cleaver
-
13 Dagger
subs.Armed with a dagger, adj.: P. μαχαιροφόρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dagger
-
14 Dirk
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dirk
-
15 Poniard
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Poniard
-
16 Rapier
subs.P. and V. ξίφος, τό, V. φάσγανον, τό, ἔγχος, τό, κνώδων, ὁ, ἀκμή, ἡ. σίδηρος, ὁ. Ar. and V. βέλος, τό.Small sword: P. and V. μάχαιρα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rapier
-
17 Razor
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Razor
-
18 Sword
subs.Persian sword: P. ἀκινάκης, ὁ (Dem. 741).Put to the sword: use kill.Cavrying a sword, adj.: V. ξιφήρης, ξιφηφόρος.Drawing the sword: V. ξιφουλκός.Slain by the sword: V. σιδηροκμής.Slaying with the sword: ξιφοκτόνος.A combad with swords: V. ξιφηφόρος ἀγών, ὁ (Ag., Choe. 584).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sword
См. также в других словарях:
μαχαίρα — μαχαίρᾱ , μάχαιρα large knife fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρᾳ — μαχαίρᾱͅ , μάχαιρα large knife fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαίρα — Μαχαίρᾱ , Μαχαίρευς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — large knife fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — η 1. το μεγάλο μαχαίρι. 2. φρ., «Μάχαιραν έδωσες μάχαιρα θα λάβεις», αυτοί που βλάπτουν τους άλλους τιμωρηθούν με τον ίδιο τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχαίρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η μεγάλο μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Μαχαιρᾶ — Μαχαιρεύς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρά, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Κύπρου, το οποίο εξαρτάται από την Αρχιεπισκοπή της Κύπρου. Ιδρύθηκε από τους μοναχούς Ιγνάτιο και Προκόπιο το 1172 και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια του νησιού. Η μ.Μ. ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τους… … Dictionary of Greek
μαχαίρας — μαχαίρᾱς , μάχαιρα large knife fem acc pl μαχαίρᾱς , μάχαιρα large knife fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρ' — μάχαιρα , μάχαιρα large knife fem nom/voc sg μάχαιραι , μάχαιρα large knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)