Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
Λυσανίᾳ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λυσανία — λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc nom/voc/acc dual λυσανίας ending sorrow masc voc sg λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc voc sg (attic) λυσανίᾱ , λυσανίας ending sorrow masc gen sg (doric aeolic) λυσανίας ending sorrow masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανία — Λυσανίᾱ , Λυσανίας ending sorrow masc voc sg (attic) Λυσανίᾱ , Λυσανίας ending sorrow masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίᾳ — Λυσανίᾱͅ , Λυσανίας ending sorrow masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίᾳ — λυσανίαι , λυσανίας ending sorrow masc nom/voc pl λυσανίᾱͅ , λυσανίας ending sorrow masc dat sg (attic doric aeolic) λῡσανίαι , λυσανίης masc nom/voc pl λῡσανίᾱͅ , λυσανίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίας — λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc acc pl λυσανίᾱς , λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίᾱς , λυσανίης masc acc pl λῡσανίᾱς , λυσανίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίαν — Λυσανίᾱν , Λυσανίας ending sorrow masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσανίαν — λυσανίᾱν , λυσανίας ending sorrow masc acc sg (attic epic doric aeolic) λυσανίας ending sorrow masc acc sg λῡσανίᾱν , λυσανίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) λῡσανίαν , λυσανίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυσανίας — Λυσανίᾱς , Λυσανίας ending sorrow masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
Αρχάγαθος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (; – 307 π.Χ.). Μεγαλύτερος γιος του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών. Το 310 π.Χ. ακολούθησε τον πατέρα του στην εκστρατεία της Καρχηδόνας, αλλά αργότερα ξεσήκωσε τον στρατό εναντίον του πατέρα του … Dictionary of Greek
Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον … Dictionary of Greek