-
1 рог
рогм1. τό κέρατο, τό κέρας·2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι. -
2 рожок
рож||окм1. уменьш. τό κερατάκι·2. (музыкальный инструмент) τό κέρας, τό βούκινο[ν], ἡ βυκάνη / ἡ σάλπιγγα [-ιγξ] (военный):пастуший \рожок τό ποιμενικό κέρας·3. (для кормления младенцев) τό μπιμπερό[ν], τό θήλαστρο[ν], τό ρογοβύζι·4. (для обуви) τό κόκκαλο[ν]·5. (булочное изделие) τό κρουασάν ◊ слуховой \рожок τό ἀκουστικό[ν] κέρας· газовый \рожок τό μπέκ τοδ φωταερίου. -
3 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
4 рожок
-жка, πλθ. рожки, -жек, -жками, κ. рожки -ов α.1. πλθ. рожки κερατάκια.2. πλθ. μουσικά όργανα κερατοειδή.3. διάφορα είδη κερατώδη. || παλ. χάρτινο χωνί, χαρτοσακκούλα χωνοειδής.4. θήλαστρο, ρωγοβύζι κέρας.5. υποδετήριο, κόκκαλο, κέρας.6. πλθ. -и καρποί κερατοειδείς (ξυλοκέρατα κ.τ.τ.).7. είδος ζυμαρικών κυρτών μικρού σχήματος, κερατάκια.εκφρ.остались -и да ножки – έμειναν τρίμματα, ψιχια (μηδαμινή ποσότητα). -
5 Horn
subs.P. and V. κέρας, τό.Horn for drinking: P. and V. κέρας, τό (Xen.).Made of horn, adj.: P. κεράτινος (Xen.).Lift up one's horn, met., v.: Ar. κερουτιᾶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horn
-
6 гафель
мор. το κέρας του ιστίου, разг. το πίκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гафель
-
7 нос
1. (передняя часть предмета) η μύτη 2. анат. η ρίς, разг. η μύτηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нос
-
8 реторта
1. хим. το αποστακτικό κέραςτο κυρτό αγγείο του εργαστηρίου2. тех. το πυρίμαχο (βιομηχανικό) αποστακτικό κέ-ρας/δοχείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реторта
-
9 рожок
1. тех. о κρουνός 2. муз. το κόρνο, το κέρας (μουσικό όργανο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рожок
-
10 стручок
το κέρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стручок
-
11 изобилие
изоби́л||иес ἡ ἀφθονία, ἡ δαψίλεια, ἡ πλησμονή, τό μπερεκέτι· ◊ рог \изобилиеия τό κέρας τῆς 'Αμάλθειας. -
12 саксофон
саксофонм τό σαξόψωνο[ν], τό σαξό-κερας. -
13 стручок
стручокм τό κέρας:\стручок фасоли τό φρέσκο φασόλι· \стручок гороха τό φρέσκο μπιζέλι· \стручок перца ἕνα πιπέρι. -
14 трубить
труб||и́тьнесов1. σαλπίζω/ μουγκρίζω (о слоне):\трубитьи́ть в трубу́ σαλπίζω· \трубитьи́ть в рожок σαλπίζω μέ τό κέρας·2. перен (разглашать) разг διασαλπίζω, διαλαλώ, διαδίδω, διατυμπανίζω. -
15 трубка
трубкаж \. ὁ σωλήν[ας]:телефонная \трубка τό ἀκουστικό· слуховая \трубка τό ἀκουστικό κέρας· дренажная \трубка ὁ λαστιχένιος σωλήνας ἀποχέτευσης· паяльная -\трубка ὁ φυσητήρας' предохранительная \трубка ὁ σωλήν ἀσφαλείας·2. (курительная) ἡ πίπα, τό τσιμπούκι·3. (сверток) τό δέμα, τό τύλιγμα (χάρτου), τό σπείρωμα. -
16 horn
[ho:n]1) (a hard object which grows (usually in pairs) on the head of a cow, sheep etc: A ram has horns.) κέρατο2) (the material of which this is made: spoons made of horn; ( also adjective) horn spoons.) κοκάλινος,κοκαλένιος3) (something which is made of horn: a shoehorn.) κόκαλο(παπουτσιών)4) (something which looks like a horn in shape: a snail's horns.) κεραία5) (the apparatus in a car etc which gives a warning sound: The driver blew his horn.) κόρνα6) (an instrument, formerly an animal's horn but now made of brass, that is blown to produce a musical sound: a hunting-horn.) κέρας7) ((also French horn) the type of coiled brass horn that is played in orchestras etc.) κόρνο•- horned- - horned
- horny -
17 непочатый
επ.μη αρχινημένος, ανάρχιστος άθικτος, απείραχτος•-ая бочка вина ανάρχι-στο βαρέλι με κρασί.
|| μτφ. άφθονος.εκφρ.непочатый край ή угол – αφθονία, το κέρας της Αμάλθειας. -
18 пастушеский
επ.1. του βοσκού•пастушеский рожок η φλογέρα του βοσκού, ποιμενικό κέρας.
2. βουκολικός•-ая поэзия βουκολική ποίηση.
-
19 правофланговый
επ. (στρατ.) του δεξιού κέρατος, της δεξιάς πτέρυγας. || ευρισκόμενος στο δεξιό κέρας ή στον πρώτο στίχο ή ζυγό. -
20 Antler
subs.P. and V. κέρας, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Antler
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεράς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω … Dictionary of Greek
κερά — κεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράδες — κεράς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)