-
1 Clearchus
Κλέαρχος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clearchus
См. также в других словарях:
Κλέαρχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (450; – 401 π.Χ.). Διετέλεσε πολλές φορές ναύαρχος των Λακεδαιμονίων κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 403 διορίστηκε αρμοστής της πόλης του Βυζαντίου. Η… … Dictionary of Greek
Κονιτσιώτης, Κλέαρχος — (Ξάνθη 1926 – 1989). Παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να στραφεί στον κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια των ετών 1949 58 εργάστηκε ως μηχανικός … Dictionary of Greek
Клеарх ученик Платона — (Κλέαρχος) из Гераклеи понтийской; был краткое время учеником Платона, потом тираном в своем городе, где и убит … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Клеарх, ученик Платона — (Κλέαρχος) из Гераклеи понтийской; был краткое время учеником Платона, потом тираном в своем городе, где и убит … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κλεάρχου — Κλέαρχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεάρχους — Κλέαρχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεάρχῳ — Κλέαρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέαρχε — Κλέαρχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλέαρχον — Κλέαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Клеарх (ученик Платона) — У этого термина существуют и другие значения, см. Клеарх. Клеарх др. греч. Κλέαρχος … Википедия