-
1 Cadmus
Κάδμος, ὁ, or say, son of Agenor.Of Cadmus, adj.: Καδμεῖος.Land of Cadmus: γῆ Καδμηΐς (-ιδος) (Thuc. 1, 12).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cadmus
См. также в других словарях:
Καδμηίς — the Cadmeans fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδα — Καδμηίς the Cadmeans fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδας — Καδμηίς the Cadmeans fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδες — Καδμηίς the Cadmeans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδι — Καδμηίς the Cadmeans fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδος — Καδμηίς the Cadmeans fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek