Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
Κέρκωψ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκωπες — κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)