Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ελληνίδα

См. также в других словарях:

  • Ελληνίδα — η (AM Ἑλληνίς) βλ. Έλληνας …   Dictionary of Greek

  • Ελληνίδα — η θηλ. του Έλληνας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑλληνίδα — Ἑλληνίς Grecian woman fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθιονίκη — Ελληνίδα εταίρα, που την είχε ερωτευθεί ο ανιψιός του Φιλίππου Άρπαλος. Ο Άρπαλος την κάλεσε να πάει στη Βαβυλώνα, όπου και την παντρεύτηκε. Μετά τον θάνατό της, ο Άρπαλος ίδρυσε στη Βαβυλώνα ένα μεγαλοπρεπές μνημείο και ένα άλλο στην Αθήνα …   Dictionary of Greek

  • Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… …   Dictionary of Greek

  • Φίντυς — Ελληνίδα φιλόσοφος. Έγραψε Περί γυναικός σωφροσύνης, που χωρίζει την αρετή σε ανδρική και γυναικεία και θεωρεί τη σωφροσύνη γυναικείο χάρισμα …   Dictionary of Greek

  • Ἑλληνίδ' — Ἑλληνίδα , Ἑλληνίς Grecian woman fem acc sg Ἑλληνίδι , Ἑλληνίς Grecian woman fem dat sg Ἑλληνίδε , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Суюлдзоглу, Нелли — Нелли Суюлдзоглу  Серайдари (греч. Έλλη Σουγιουλτζόγλου Σεραϊδάρη Айдын 23 ноября 1899  Афины 17 августа 1998)  одна из первых гречанок фотографов с международным признанием, более известная в мире фотографии под её английской… …   Википедия

  • Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε …   Dictionary of Greek

  • Παξινού, Κατίνα — (Πειραιάς 1900 – Αθήνα 1973). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και μουσικός. Σπούδασε αρχικά φωνητική μουσική στη Γενεύη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη και το 1920 εμφανίστηκε στην όπερα του Μητρόπουλου Αδελφή Βεατρίκη. Στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»