-
1 Ελληνίδα
[Елинида] ουσ. θ эллинка, гречанкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ελληνίδα
-
2 гречанка
-
3 гречанка
гречанкаж ἡ Έλληνίδα [-ίς], ἡ Ρωμιά. -
4 гречанка
[γκριτσάνκα] ουσ. θ. Ελληνίδα, Ρωμιό -
5 гречанка
[γκριτσάνκα] ουσ θ Ελληνίδα, Ρωμιό -
6 гречанка
-и θ.Ελληνίδα. -
7 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.
См. также в других словарях:
Ελληνίδα — η (AM Ἑλληνίς) βλ. Έλληνας … Dictionary of Greek
Ελληνίδα — η θηλ. του Έλληνας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑλληνίδα — Ἑλληνίς Grecian woman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθιονίκη — Ελληνίδα εταίρα, που την είχε ερωτευθεί ο ανιψιός του Φιλίππου Άρπαλος. Ο Άρπαλος την κάλεσε να πάει στη Βαβυλώνα, όπου και την παντρεύτηκε. Μετά τον θάνατό της, ο Άρπαλος ίδρυσε στη Βαβυλώνα ένα μεγαλοπρεπές μνημείο και ένα άλλο στην Αθήνα … Dictionary of Greek
Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… … Dictionary of Greek
Φίντυς — Ελληνίδα φιλόσοφος. Έγραψε Περί γυναικός σωφροσύνης, που χωρίζει την αρετή σε ανδρική και γυναικεία και θεωρεί τη σωφροσύνη γυναικείο χάρισμα … Dictionary of Greek
Ἑλληνίδ' — Ἑλληνίδα , Ἑλληνίς Grecian woman fem acc sg Ἑλληνίδι , Ἑλληνίς Grecian woman fem dat sg Ἑλληνίδε , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Суюлдзоглу, Нелли — Нелли Суюлдзоглу Серайдари (греч. Έλλη Σουγιουλτζόγλου Σεραϊδάρη Айдын 23 ноября 1899 Афины 17 августа 1998) одна из первых гречанок фотографов с международным признанием, более известная в мире фотографии под её английской… … Википедия
Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε … Dictionary of Greek
Παξινού, Κατίνα — (Πειραιάς 1900 – Αθήνα 1973). Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου και μουσικός. Σπούδασε αρχικά φωνητική μουσική στη Γενεύη, στο Βερολίνο και στη Βιέννη και το 1920 εμφανίστηκε στην όπερα του Μητρόπουλου Αδελφή Βεατρίκη. Στο… … Dictionary of Greek