-
1 Διονύσιος
Διονύσιος οДионисий –1) имя некоторых святых Православной Церкви:Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — Дионисий Ареопагит – святой, покровитель Афин;
2) мужское имя -
2 Διονυσιος
I3II(ῡ) ὅ Дионисий1) Δ. ὅ Πρότερος или ὅ Πρεσβότερος Дионисий Старший, сын Гермократа, тиранн сиракузский с 405 г. по 367 г. до н.э. Xen., Arst., Polyb., Plut.2) Δ. ὅ Ὕστερος, ὅ Νεώτερος, ὅ Νέος или ὅ Δεύτερος Дионисий Младший, сын и преемник предыдущего, тиранн сиракузский с 367 г. по 343 г. до н.э. Arst., Diod., Plut.3) Δ. ὅ Ἁλικαρνασσεύς Дионисий Галикарнасский, греч. историк и филолог, проживавший в Риме с 29 г. до н.э. до своей смерти в 9 г. до н.э., автор Ῥωμαϊκέ ἀρχαιολογία, Τέχνη ῥητορική, Περὴ τοῦ Θουκυδίδου χαρακτῆρος и др.,4) ὅ Θρᾷξ Дионисий Фракиец, греч. грамматик I в. до н.э., автор Τέχνη γραμματική -
3 Διονύσιος
{собств., 1}Ареопагит, один из уверовавших во Христа после проповеди ап. Павла в ареопаге, возможно, один из членов ареопага (Деян. 17:34). По свидетельству Евсевия именно он стал впоследствии епископом в Афинах и в 96 г. мученически погиб.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Διονύσιος
-
4 Διονύσιος
{собств., 1}Ареопагит, один из уверовавших во Христа после проповеди ап. Павла в ареопаге, возможно, один из членов ареопага (Деян. 17:34). По свидетельству Евсевия именно он стал впоследствии епископом в Афинах и в 96 г. мученически погиб.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Διονύσιος
-
5 Διονύσιος
Дионисий (Афинянин, ареопагит, т.е. член верховного суда (Ареопага) в Афинах, обращенный в христианство ап. Павлом).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Διονύσιος
-
6 Διονύσιος
-
7 αναιρω
тж. med. поднимать(ὄμμα, τινὰ βάθρων ἄπο Eur. - v. l. αἴρω)
Διονύσιος ἀναρθείς Anth. — вознесенный (на Олимп) Дионисий -
8 εικαζω
эол. Sappho ἐϊκάσδω (impf. εἴκαζον и ᾔκαζον, fut. εἰκάσω, aor. εἴκασα и ᾔκασα, pf. εἴκακα; pass.: fut. εἰκασθήσομαι, aor. εἰκάσθην, pf. εἴκασμαι и ᾔκασμαι)1) (точно) изображать, воспроизводить(τινὰ γραφῇ Xen.)
αἰετὸς εἰκασμένος Her. — изображение орла;ὅμοιος καὴ μέ εἰκαζόμενος πρός τι Arst. — похожий на что-л., но не являющийся его копией;Πολύγνωτος μὲν κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν Arst. — Полигнот изображал (людей) лучшими, чем они есть, Павсон - худшими, а Дионисий такими, какими они являются в действительности:εὖ μάλα εἰκασμένος Luc. — воспроизведенный со всей точностью;τὸ εἰκασθέν Plat. — воспроизведенное, т.е. подлинник, оригинал2) уподоблять, сравнивать(τί τινι и τινά τινι Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., πρός τι Arst. и τι καί τι Her.): pass. становиться или быть похожим (τινι Eur., Plut. и ποτί τινα Arph.)
3) (путем сопоставления) приходить к выводу, предполагать, (умо)заключать(τι ἔκ τινος Aesch., ἀπό τινος Thuc. и τινί Thuc., Plut.; μέ γνωρίζειν μηδ΄ εἰκάσαι Arst.)
πρὸς τέν ὄψιν εἰ. τὸν χρόνον Plut. — по внешнему виду судить о возрасте;εἰκάσαι Soph. и ὡς εἰκάσαι Hes., Eur. — как можно предполагать, по-видимому -
9 προτερος
3[compar. к πρό См. προ]1) первый(π. χρόνῳ и κατὰ χρόνον Arst.)
ὅ με π. κάκ΄ ἔοργεν Hom. — тот, кто первый нанес мне обиду;π. ἢ ὑμεῖς Plat. — раньше, чем вы;ἐμέο π. Hom. — раньше, чем я2) старший(γενεῇ Hom.)
ὅ π. Διονύσιος Xen. — Дионисий Старший3) предыдущий, прежний, прошлыйπρότεροι παῖδες Hom. — дети от прежнего (первого) брака;
τῇ πρότέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) Hom., Thuc. — днем раньше, накануне;τῷ προτέρῳ ἔτει Her. — годом раньше;4) передний(πρότεροι πόδες Hom.)
5) имеющий преимущество, превосходящий(τινος πρός τι Plat.)
-
10 υστερος
I3[compar. без posit.]1) следующий или находящийся позади2) второй(ὅ ὕ. λόχος καὴ ὅ τρίτος Xen.)
Ἀναλυτικὰ πρότερα καὴ ὕστερα «Аналитика первая и вторая» ( название сочинения Аристотеля);Διονύσιος ὅ ὕ. Arst. — Дионисий Второй (Младший)3) отстающий, опаздывающийοὐδὲν ὕ. νεώς Aesch. — ни на шаг не отставая от корабля:
ὑστέρῳ ποδί Eur. — медленным шагом;μῶν ὕστεραι πάρεσμεν ; Arph. — разве мы опоздали?4) следующий (во времени), ближайшийτῷ ὑστέρῳ ἔτει Xen. — в следующем году;
ὕ. ἐμοῦ Arph. — после (позднее) меня;ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων Her. — после этого;ὕ. ὤρνυτο χαλκῷ Hom. — затем ринулся с мечом (Патрокл);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι ; Eur. — разве я пришел, когда несчастье уже случилось?5) уступающий (в чём-л), низшийγένει ὕ. Hom. — младший;
οὐδενὸς ὕ. τινι Thuc. — никому не уступающий в чем-л.;γυναικὸς ὕ. Soph. — слабее женщины;πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι νομίζειν Thuc. — считать все остальное второстепенным по сравнению с чем-л.;ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου τιθέναι Plut. — подчиняться закону - см. тж. ὕστερα, ὑστέρα и ὕστερονIIὅ (преимущ. pl.) потомок Eur., Plat. etc. -
11 1354
{собств., 1}Ареопагит, один из уверовавших во Христа после проповеди ап. Павла в ареопаге, возможно, один из членов ареопага (Деян. 17:34). По свидетельству Евсевия именно он стал впоследствии епископом в Афинах и в 96 г. мученически погиб.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1354
См. также в других словарях:
Διονύσιος — of Dionysus masc nom sg Διονύσιος of Dionysus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Διονύσιος, άγιος — (Ζάκυνθος 1547 – 1622). Πολιούχος της Ζακύνθου και αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Σιγούρων και ονομαζόταν Δραγανίγος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή των Στροφάδων, αλλά έμεινε μόνιμα στη μονή της… … Dictionary of Greek
Διονύσιος εκ Φουρνά — (Φουρνά Αγράφων 1670; – 1744). Μοναχός και ζωγράφος. Είναι γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης. Από τον βιογράφο του, Θεοφάνη Αγράφων, γνωρίζουμε ότι o Δ. πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 16 ετών, έγινε μοναχός και… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Μέγας — (; – 295 μ.Χ.). Θεολόγος και επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ήταν μαθητής του Ωριγένη. To 231 ορίστηκε επικεφαλής της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το 247 προχειρίσθηκε σε επίσκοπο της πόλης. Καταδιώχθηκε στους δύο μεγάλους διωγμούς της εποχής… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Μικρός — (Σκυθία ; – Ρώμη 540; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και έδρασε, περίπου το 500. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «Μικρόν» και έτσι έμεινε γνωστός (Exiguus). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek
Αιγινήτης, Διονύσιος — (Αίγινα 1821 1884). Γιατρός και εθνικός ευεργέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Διονύσιος Παναγιώτου Χατζής. Το Α. αποτελούσε προσωνύμιο λόγω της γενέτειράς του. Τη στοιχειώδη και μέση του μαθητεία έκανε, αντίστοιχα, στην Αίγινα, με δάσκαλο τον… … Dictionary of Greek
Βούρβαχης, Διονύσιος — (Κεφαλονιά 1787 – Αττική 1827). Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε αξιωματικός στη Γαλλία και υπηρέτησε στον στρατό της φτάνοντας έως τον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1826 ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον Αγώνα επικεφαλής σώματος από 800 μαχητές … Dictionary of Greek