-
1 via
δια -
2 воображаемый
(δια)νοητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воображаемый
-
3 вручную
διά χειρόςμε το χέριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вручную
-
4 посреднический
(δια)μεσολαβητικός, μεσιτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посреднический
-
5 раскидать
(δια)σκορπώ, διασκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскидать
-
6 рассеивать
(δια)σκορπίζω, διαχέω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеивать
-
7 спасать
(δια)σώζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спасать
-
8 умственный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умственный
-
9 devren
δια μεταβιβάσεως -
10 Through
prep.P. and V. διά (gen.).Owing to: P. and V. διά (acc.).With states of feeling: P. and V. ὑπό (gen.).All join forces through fear: P. πάντα... ὑπὸ δεοὺς συνίσταται (Thuc. 6, 33).Through anger: V. ὀργῆς ὕπο (Eur., I. A. 335).Throughout, of place P. and V. διά (gen.), κατά (acc.), ἀνά (acc.) (Thuc. 4, 72, Dem. 1277, but rare P.).Of time: P. and V. διά (gen.).Right through: V. διαμπερές (gen.), διαμπάξ (gen.).——————adv.Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἀντίκρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).Through and through, completely: P. and V. παντελῶς, πάντως, διὰ τέλους, V. διαμπάξ.Carry through, v.: see Accomplish.Fall through, fail: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.Go through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.); see under Go.met., see Endure.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Through
-
11 Interval
subs.P. διάλειμμα, τό, διάστημα, τό.Intervening space between two armies: V. μεταίχμιον, τό, or pl.Stand at intervals, v.: P. διαλείπειν, διίστασθαι.At intervals of (for space or time): P. διά (gen.).At long intervals (of space or time): P. διὰ πολλοῦ.At short intervals (of space or time): P. διʼ ὀλίγου.After an interval (of time): P. and V. διὰ χρόνου, P. χρόνου διελθόντος.After a long interval: Ar. διὰ πολλοῦ χρόνου.After an interval of two or three years: P. διελθόντων ἐτῶν δύο καὶ τριῶν.After a moment's interval I go to law: Ar. ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι (Nub. 496).There is no special season which he leaves as an interval: P. οὐδʼ ἐστὶν ἐξαίρετος ὥρα τις ἣν διαλείπει (Dem. 124).They set out with a considerable interval between each man and his neighbour: P. διέχοντες πολὺ ᾖσαν (Thuc. 3. 22).He placed the merchantmen at intervals of about two hundred feet from one another: P. διαλιπούσας τὰς ὁλκάδας ὅσον δύο πλέθρα ἀπʼ ἀλλήλων κατέστησεν (Thuc. 7, 38).At intervals of ten battlements there were large towers: P. διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν μεγάλοι (Thuc. 3, 21).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interval
-
12 Throughout
prep.Of time: P. and V. διά (gen.).——————adv.The lucky are not lucky all through: οἱ δʼ εὐτυχοῦντες διὰ τέλους οὐκ εὐτυχεῖς (Eur., H. F. 103).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throughout
-
13 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
14 обогрев
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обогрев
-
15 через
черезпредлог с вин. п.1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·3. (о расстоянии) μετά:\через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά. -
16 через
(πρόθεση με αιτ.).1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•
перейти через улицу περνώ την οδό•
пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•
переступить через порог περνώ το κατώφλι.
|| (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.
|| πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.
2. μέσα απο•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.
|| μέσο, δια μέσου•ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.
|| απο•проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.
3. υπέρ, πάνω απο•перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•
прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.
|| υπεράνω•через силу υπεράνω των δυνάμεων.
4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•
сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•
переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•
через расстрел με τουφεκισμό•
через повешение με απαγχονισμό.
5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•- болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•
полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.
|| μεταξύ, ανάμεσα•писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.
7. κάθε, ανά•курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•
принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•
работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.
-
17 интегрирование
η ολοκλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интегрирование
-
18 прокаливание
(удаление избыточной влаги нагревом) η (δια)πύρωση (για την αφαίρεση του περίσσιου υγρού διά πύρωσης)-ть (удалять избыточную влагу нагревом) διαπυρώ (αφαιρώ το περίσσιο υγρό διά πύρωσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокаливание
-
19 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
20 уширение
1. (увеличение в ширину) το φάρδεμα, το πλάτεμαη (δια)πλάτυνσηпоперечное - (прок.) εγκάρσιο -2. (уширенное место) το φαρδεμένο/(δια)πλατυσμένο μέρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уширение
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)