Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ΔΡΈΠω

  • 1 пожать

    -жму, -жмшь ρ,σ.μ.
    1. σφίγγω•

    руку σφίγγω το χέρι (χαιρετίζοντας).

    2. θλίβω, πιέζω, πατώ, ζουπίζω•

    пожать виноград πατώ τα σταφύλια.

    3. θλίβω, πιέζω, πατώ (για ένα χρον. διάστημα).
    εκφρ.
    пожать плечами – σηκώνω ή μαζεύω τους ώμους (σε ένδειξη άγνοιας, αμφιβολίας κ.τ.τ.).
    (συμ) μαζεύομαι, συστέλλομαι.
    -жну, -жншь
    ρ.σ.μ.
    1. θερίζω•

    пожать рожь θερίζω τη βρίζα.

    2. μτφ.. δρέπω, απολαβαίνω, αποκομίζω•

    пожать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς των κόπων μου•

    пожать лавры δρέπω δάφνες•

    пожать славу δρέπω δόξα•

    что пос-ешь, то и -жншь. παρμ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, όπως στρώσεις, έτσι και θα κοιμηθείς.

    Большой русско-греческий словарь > пожать

  • 2 пожинать

    пожинать
    несов книжн. δρέπω, ἀπολαύω:
    \пожинать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς τής ἐργασίας μου· ◊ \пожинать ла́вры δρέπω δάφνες.

    Русско-новогреческий словарь > пожинать

  • 3 обрывать

    1. (плоды, цветы) κόβω, δρέπω 2. (разрывать, прерывать) κόβω, διακόπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрывать

  • 4 лавр

    лавр
    м ἡ δάφνη· ◊ увенчать \лаврами στέφω (или στεφανώνω) μέ δάφνες' пожинать \лавры δρέπω δάφνες' почить на \лаврах ἐπαναπαύομαι στίς δάφνες μου.

    Русско-новогреческий словарь > лавр

  • 5 нарвать

    нарвать I
    1 сов см. нарывать.
    нарвать II
    сов
    1. (цветов, плодов и т. п.) κόβω, μαζεύω, δρέπω:
    \нарвать цветов μαζεύω λουλούδια·
    2. (разорвать на куски) σχίζω, κόβω:
    \нарвать бумаги σχίζω (или κόβω) χαρτί.

    Русско-новогреческий словарь > нарвать

  • 6 обрывать

    обрывать
    несов
    1. (срывать) κόβω, μαζεύω, δρέπω:
    \обрывать ягоды μαζεύω ἀγριους καρπούς·
    2. (разрывать) κόβω, κόπτω, σπάνω:
    \обрывать нитку κόβω τήν κλωστή·
    3. перен (прекращать) διακόπτω (απότομα):
    \обрывать разговор διακόπτω τήν κουβέντα· \обрывать песню διακόπτω τό τραγούδι· \обрывать кого-л. (заставлять замолчать) разг διακόπτω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обрывать

  • 7 плод

    плод
    м
    1. прям., перен ὁ καρπός:
    \плод воображения γέννημα τής φαντασίας· запретный \плод ὁ ἀπαγορευμένος καρπός· приносить \плодώ καρποφορώ, δίνω καρπούς· пожинать \плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς τής ἐργασίας μου·
    2. биол. τό ἔμβρυο[ν], τό κύημα.

    Русско-новогреческий словарь > плод

  • 8 срывать

    срыва||ть I
    несов
    1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):
    ·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον
    2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:
    \срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον
    3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.
    срывать II
    несов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:
    \срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα.

    Русско-новогреческий словарь > срывать

  • 9 нарвать

    [ναρβάτ'] ρ. κόβω, μαζεύω, δρέπω

    Русско-греческий новый словарь > нарвать

  • 10 нарвать

    [ναρβάτ'] ρ κόβω, μαζεύω, δρέπω

    Русско-эллинский словарь > нарвать

  • 11 нарвать

    -рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарванный, -а, -о
    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)
    1. κόβω, μαζεύω, δρέπω•

    нарвать цветов κόβω λουλούδια.

    2. σχίζω, κατακομματιάζω, κατ.ατεμαχίζω•

    нарвать бумаги σχίζω χαρτιά.

    3. βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,• ανατινάζω.
    εκφρ.
    нарвать уши кому – (απλ.) τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    -вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -о
    ρ.σ.
    εμπυάζω, μαζεύω πύο•

    палец -ал το δάχτυλο έμασε πύο•

    десну -ло (απρόσ.) το ούλο έμασε πύο.

    Большой русско-греческий словарь > нарвать

  • 12 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 13 пожинать

    ρ.δ.
    βλ. пожать 2 (2 σημ.).
    εκφρ.
    пожинать лавры – δρέπω δάφνες.

    Большой русско-греческий словарь > пожинать

  • 14 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

См. также в других словарях:

  • δρέπω — V A pres subj act 1st sg δρέπω V A pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπω — δρέπω, έδρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρέπω — έδρεψα, κόβω, απολαμβάνω, αποκομίζω: Ύστερα από χρόνια έρευνας έδρεψα τους καρπούς των μόχθων μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρέπτον — δρέπω V A pres part act masc voc sg δρέπω V A pres part act neut nom/voc/acc sg δρέπω V A imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δρέπω V A imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπεσθε — δρέπω V A pres imperat mp 2nd pl δρέπω V A pres ind mp 2nd pl δρέπω V A imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέπῃ — δρέπω V A pres subj mp 2nd sg δρέπω V A pres ind mp 2nd sg δρέπω V A pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψαι — δρέπω V A aor imperat mid 2nd sg δρέπω V A aor inf act δρέψαῑ , δρέπω V A aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψει — δρέπω V A aor subj act 3rd sg (epic) δρέπω V A fut ind mid 2nd sg (doric) δρέπω V A fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρέψῃ — δρέπω V A aor subj mid 2nd sg δρέπω V A aor subj act 3rd sg δρέπω V A fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρεπομένων — δρέπω V A pres part mp fem gen pl δρέπω V A pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»