Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

Βορά

  • 1 съедение

    ουδ. η βορά (των σαρκοφάγων)•

    на съедение волков για βορά των λύκων.

    Большой русско-греческий словарь > съедение

  • 2 Food

    subs.
    P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ, P. ἐδωδή, ἡ (Plat.), ἔδεσμα, τό (Plat.), βρῶσις, ἡ, Ar. and P. βρῶμα, τό, σιτία, τά, Ar. and V. βορά, ἡ, φορβή, ἡ. βόσκημα, τό, V. θρεπτήρια, τά.
    Things to eat: P. and V. ἐδεστά, τά (Plat. and Eur., frag.), V. βρωτά, τά.
    Diet: P. and V. δίαιτα, ἡ.
    Get food ( of troops foraging): P. ἐπισιτίζεσθαι.
    Fodder: P. and V. χόρτος. ὁ (Xen.); see Fodder.
    Want of food: P. σιτοδεία, ἡ, V. σιτία, ἡ, Ar. παστία, ἡ.
    Food for: V. θοινατήριον, τό (dat.), βόσκημα, τό (gen.), Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), βορά, ἡ (gen. or dat.); see prey; met., P. and V. φορμή, ἡ (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Food

  • 3 добыча

    добыч||а
    ж
    1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:
    \добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν
    2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός.

    Русско-новогреческий словарь > добыча

  • 4 съедение

    съедение
    с:
    отдать на \съедение ἐγκαταλείπω στή διάθεση κάποιου, ἀφήνω νά γίνει βορά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > съедение

  • 5 добыча

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη•

    добыча каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου.

    || επίτευξη, επίτευγμα. || λεία, λάφυρο.
    2. θήραμα, άγρα, κυνήγι.
    3. το εξορυγμένο προϊόν, η παραγωγή.
    4. καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βορά•

    дом стал -ей огня το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός.

    Большой русско-греческий словарь > добыча

  • 6 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 7 освоить

    -ою, -оишь
    ρ.σ.μ.
    αφομοιώνω, αξιοποιώ καλλιεργώ•

    освоить грамматических правил αφομοιώνω τους γραμματικούς κανόνες•

    освоить новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη.

    || καταχτώ, γνωρίζω επιστημονικά•

    освоить крайный север καταχτώ τον Ακρο Βορά.

    || συνηθίζω, εξοικιώνω.
    αφομοιώνω•

    освоить с философской терминологией αφομοιώνω τη φιλοσοφική ορολογία.

    || εξοικιώνομαι, συνηθίζω (για περιβάλλον κλίμα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > освоить

  • 8 Bread

    subs.
    P. and V. σῖτος, ὁ.
    Loaf: Ar. and P. ἄρτος, ὁ.
    Barley bread: Ar. and P. μᾶζα, ἡ (Plat.).
    Food (generally): Ar. and P. σιτία, τά, P. and V. τροφή, ἡ.
    Bake bread: P. and V. σιτοποιεῖν (Xen.).
    Daily bread: P. and V. ἡ καθʼ ἡμέραν τροφή, V. ἡ ἐφʼ ἡμέραν βορά, ὁ καθʼ ἡμέραν βίος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bread

  • 9 Cannibal

    adj.
    V. ἀνδροβρώς (Eur., Cycl.), ὠμόσιτος.
    Cannibal fare: V. βορὰ ἀνθρωποκτόνος (Eur., Cycl. 127).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cannibal

  • 10 Daily

    adj.
    Use P. and V. καθʼ ἡμέραν.
    Daily food: P. and V. ἡ καθʼ ἡμέραν τροφή, ὁ καθʼ ἡμέραν βίος, V. ἡ ἐφʼ ἡμέραν βορά.
    Coming every day: V. πανήμερος.
    ——————
    adv.
    P. and V. καθʼ ἡμέραν, Ar. and P. ὁσημέραι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Daily

  • 11 Fare

    subs.
    Passage-money: Ar. and P. ναῦλον, τό; see also Passenger.
    Food: P. and V. σῖτος, ὁ, τροφή, ἡ, Ar. and V. βορά. ἡ; see Food.
    ——————
    v. intrans.
    Of persons: P. and V. πράσσειν, ἔχειν, πάσχειν, V. κυρεῖν, τυγχνειν.
    Of things: P. and V. χωρεῖν, ἔχειν, προχωρεῖν.
    Fare well: P. and V. εὐτυχεῖν, εὖ πράσσειν, εὖ πάσχειν.
    Fare ill: P. and V. δυστυχεῖν, κακῶς πράσσειν, κακῶς πάσχειν, Ar. and P. τυχεῖν.
    Fare ill with: P. and V. κακῶς ἔχειν (dat.).
    Journey: see Journey.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fare

  • 12 prey

    1) βορά
    2) λεία

    English-Greek new dictionary > prey

См. также в других словарях:

  • βορά — βορά̱ , βορά food fem nom/voc/acc dual βορά̱ , βορά food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βορός gluttonous neut nom/voc/acc pl βορά̱ , βορός gluttonous fem nom/voc/acc dual βορά̱ , βορός gluttonous fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βορᾶ — Βορᾶ̱ , Βορέας north wind masc voc sg (attic) Βορέας north wind masc gen sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶ — βορᾶ̱ , Βορέας north wind masc voc sg (attic) Βορέας north wind masc gen sg (doric) βοράω eat pres subj act 1st sg (doric aeolic) βοράω eat pres ind act 1st sg (doric aeolic) βοράζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… …   Dictionary of Greek

  • βορᾷ — Βορέας north wind masc dat sg (doric) βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) βορά food fem dat sg (attic doric aeolic) βοράω eat pres subj mp 2nd sg βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic) βοράω eat pres subj act 3rd sg βοράω eat pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η τροφή σαρκοφάγων ζώων: Το νεκρό ζώο έγινε βορά των θηρίων του δάσους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βορᾷ — Βορέας north wind masc dat sg (doric) Βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶι — βορᾷ , Βορέας north wind masc dat sg (doric) βορᾷ̱ , Βορέας north wind masc dat sg (attic) βορᾷ , βορά food fem dat sg (attic doric aeolic) βορᾷ , βοράω eat pres subj mp 2nd sg βορᾷ , βοράω eat pres ind mp 2nd sg (epic) βορᾷ , βοράω eat pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορᾶν — βορᾶ̱ν , Βορέας north wind masc gen pl (attic doric aeolic) Βορέας north wind masc acc sg (doric) βορᾶ̱ν , Βορέας north wind masc acc sg (attic) βορά food fem gen pl (doric aeolic) βοράω eat pres part act masc voc sg (doric aeolic) βοράω eat pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοράν — βορά̱ν , βορά food fem acc sg (attic doric aeolic) βορά̱ν , βορός gluttonous fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοράς — βορά̱ς , βορά food fem acc pl βορά̱ς , βορός gluttonous fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»