-
1 Αισωπος
ὁ Эзоп (греч. баснописец VI в. до н.э.) Her., Plat., Arst. -
2 Αἴσωπος
-
3 λογοποιος
ὅ1) писатель-прозаик(καὴ ποιηταὴ καὴ λογοποιοί Plat.)
2) (= λογογράφος См. λογογραφος 1) летописец, автор исторических рассказов (в прозе), логограф(Ἑκαταῖος ὅ λ. Her.)
3) баснописец(Αἴσωπος ὅ λ. Her.)
4) составитель судебных речей (преимущ. по заказу) Plat.5) разносчик слухов, выдумщик, сплетник Dem.
См. также в других словарях:
Αἴσωπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
Αίσωπος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰσώπω — Αἴσωπος masc nom/voc/acc dual Αἴσωπος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπου — Αἴσωπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπῳ — Αἴσωπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴσωπε — Αἴσωπος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴσωπον — Αἴσωπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ésope — représenté dans une édition allemande des Fables de 1479. Ésope, en grec ancien Αἴσωπος / Aísôpos (VIIe siècle av. J.‑C … Wikipédia en Français
Aesop — So sah der spanische Maler Diego Velasquez den griechischen Dichter Äsop Aesop, Abbildung in der … Deutsch Wikipedia
Aisop — So sah der spanische Maler Diego Velasquez den griechischen Dichter Äsop Aesop, Abbildung in der … Deutsch Wikipedia