Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

tyrosamine

См. также в других словарях:

  • tyrosamine — ty·ros·amine (ti rōsґə mēn) tyramine …   Medical dictionary

  • τυραμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) φαινολική αμίνη που απαντά σε ορισμένα φυτά ή παράγεται από όργανα τών ζώων ή απαντά σε ορισμένους μύκητες, έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση τής αρτηριακής πίεσης και χρησιμοποιείται ως αδρενεργικό φάρμακο, αλλ. τυροζαμίνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»