Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

s-200

  • 1 аденокарцинома

    мед. το αδενοκαρκίνωμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аденокарцинома

  • 2 античный

    Русско-греческий словарь > античный

  • 3 анестезирующий

    анестези́||рующий
    1. прич. от анестезировать.
    2. прил ἀναισθητικός:
    \анестезирующийрующее средство τό ἀναισθητικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > анестезирующий

  • 4 absent-minded

    adjective (not noticing what is going on around one because one is thinking deeply: an absent-minded professor.) αφηρημένος

    English-Greek dictionary > absent-minded

  • 5 анафема

    [ανάφιμα] ουσ. θ. ανάθεμα

    Русско-греческий новый словарь > анафема

  • 6 анафема

    [ανάφιμα] ουσ θ ανάθεμα

    Русско-эллинский словарь > анафема

  • 7 агиография

    θ.
    αγιογραφία.

    Большой русско-греческий словарь > агиография

  • 8 Addition

    subs.
    What is added: P. and V. προσθήκη, ἡ.
    Act of adding: P. πρόσθεσις, ἡ. In addition to, prep.: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    In addition, adv.: P. and V. πρός (rare P.), ἔτι, Ar. and P. προσέτι.
    He exacted seventy drachmae and a small sum in addition: P. εἰσέπραξε δραχμὰς ἑβδομήκοντα καὶ μικρόν τι πρός (Dem. 611).
    In compounds, use P. and V. πρός, e.g.
    receive in addition: P. and V. προσλαμβνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Addition

  • 9 akıl

    μυαλο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > akıl

  • 10 adhésif

    κόλλα

    Dictionnaire Français-Grec > adhésif

  • 11 autogram

    αυτόγραφο

    Česká-řecký slovník > autogram

  • 12 adjunct

    1) αναπληρωτής
    2) συμπλήρωμα

    English-Greek new dictionary > adjunct

  • 13 arcybiskup

    αρχιεπίσκοπος

    Słownik polsko-grecki > arcybiskup

  • 14 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 15 карат

    1. (внесистемная единица массы драгоценных камней и жемчуга) το κεράτιο, το καράτι (μονάδα μέτρησης των πολύτιμων λίθων, ισούται με 0,2 γρ = 200 mg = 2 χ ΙΟ4 kg) 2. (мера содержания золота в сплавах) το καράτι (μονάδα περιεκτικότητας σε χρυσό, 1. καράτι ισούται με 1/24 βάρους του κράματος και ο καθαρός χρυσός ισούται με 24 καράτια)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карат

  • 16 calorie

    ['kæləri]
    1) (a unit of heat.) θερμίδα
    2) (a unit of energy given by food: My diet allows me 1,200 calories per day.) θερμίδα

    English-Greek dictionary > calorie

  • 17 earn

    [ə:n]
    1) (to gain (money, wages, one's living) by working: He earns $200 a week; He earns his living by cleaning shoes; You can afford a car now that you're earning.) κερδίζω
    2) (to deserve: I've earned a rest.) κερδίζω επάξια

    English-Greek dictionary > earn

  • 18 in the region of

    (about; around; near: The cost of the new building will be somewhere in the region of $200,000.) περίπου, γύρω

    English-Greek dictionary > in the region of

  • 19 nett

    II [net] adjective
    1) ((of a profit etc) remaining after all expenses etc have been paid: The net profit from the sale was $200.) καθαρός
    2) ((of the weight of something) not including the packaging or container: The sugar has a net weight of 1 kilo; The sugar weighs one kilo net.) καθαρός,αμιγής

    English-Greek dictionary > nett

  • 20 portion

    ['po:ʃən]
    1) (a part: Read this portion of the book.) τμήμα
    2) (a share: Her portion of the money amounted to $200.) μερίδιο
    3) (an amount of food usually for one person: a portion of salad.) μερίδα

    English-Greek dictionary > portion

См. также в других словарях:

  • 200 km/h in the Wrong Lane — Studio album by t.A.T.u. Released December 10, 2002 …   Wikipedia

  • 200 m — 200 mètres 200 m …   Wikipédia en Français

  • 200 metres — 200 mètres 200 m …   Wikipédia en Français

  • 200 mètres (Athlétisme) — 200 mètres 200 m …   Wikipédia en Français

  • 200 mètres (athlétisme) — 200 mètres 200 m …   Wikipédia en Français

  • 200-Meter-Lauf — (Weltmeisterschafts Endlauf 2007) Der 200 Meter Lauf ist eine olympische Sprintdisziplin der Leichtathletik. Dabei wird eine halbe Stadionrunde gelaufen, bei der der Start vor der Kurve liegt. Der Start erfolgt in der Regel im Tiefstart mit… …   Deutsch Wikipedia

  • 200-m-Lauf — 200 Meter Lauf (Weltmeisterschafts Endlauf 2007) Der 200 Meter Lauf ist eine olympische Sprintdisziplin der Leichtathletik. Dabei wird eine halbe Stadionrunde gelaufen, bei der der Start vor der Kurve liegt. Der Start erfolgt in der Regel im… …   Deutsch Wikipedia

  • 200 (number) — 200 (two hundred) is the natural number following 199 and preceding 201. ← 199 201 → 200 ← …   Wikipedia

  • 200 Po Vstrechnoy — / 200 По Встречной Studioalbum von t.A.T.u. Veröffentlichung 2001 Label Interscope Russia Form …   Deutsch Wikipedia

  • 200 Po Vstrechnoy — Álbum de estudio de t.A.T.u. Publicación Mayo 21, 2001 Febrero,2002 (Re edición) Grabación 2000 2001 Género(s) Electróni …   Wikipedia Español

  • 200 (число) — 200 двести 197 · 198 · 199 · 200 · 201 · 202 · 203 170 · 180 · 190 · 200 · 210 · 220 · 230 100 · 0 · 100 · 200 · 300 · 400 · 500 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»