Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
prop-inquus
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
propinquity — /proh ping kwi tee/, n. 1. nearness in place; proximity. 2. nearness of relation; kinship. 3. affinity of nature; similarity. 4. nearness in time. [1350 1400; ME propinquite < L propinquitas nearness, equiv. to propinqu(us) near (prop(e) near… … Universalium